tag:blogger.com,1999:blog-78731433528471389582024-03-13T19:38:55.397-07:00το αχούριΣημειώσεις τρε μπανάλ και γκραν γκινιόλ ...Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.comBlogger31125tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-73803226627733036892022-07-16T16:22:00.006-07:002022-07-16T16:28:33.627-07:00Ταξιδιάρα ξαπλώστρα<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><b>Ηράκλειο: Νόμιζαν ότι έκανε ηλιοθεραπεία αλλά ήταν νεκρός...</b></span></div>
<span style="color: #a55e1f;">
</span>
<br />
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">
Πρώτη καταχώρηση: Σάββατο, 16 Ιουλίου 2022, 11:11 </span></div>
<span style="color: #a55e1f;">
</span>
<br />
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">
Πηγή: <a href="https://www.zougla.gr/greece/article/iraklio-nomizan-oti-ekane-ilio8erapia-ala-itan-nekros" target="_blank">Zougla.gr</a></span></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"></span></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
</div>
<span style="color: #a55e1f;">
</span>
<br />
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">Αναστάτωση επικράτησε αργά το απόγευμα της Παρασκευής την παραλία της Σταλίδας του δήμου Χερσονήσου όταν λουόμενοι εντόπισαν χωρίς τις αισθήσεις του έναν 54χρονο άνδρα από την Βρετανία.</span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><br /></span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">Σύμφωνα με πληροφορίες ο 54χρονος Βρετανός βρισκόταν σε ξαπλώστρα για αρκετή ώρα κάνοντας ηλιοθεραπεία, χωρίς όμως να κάνει την παραμικρή κίνηση.</span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><br /></span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">Γύρω στις 20.20 το βράδυ, λουόμενοι τον πλησίασαν και αντιλήφθηκαν ότι ο 50χρονος δεν είχε τις αισθήσεις του.<br /><br />Ενημερώθηκε το ΕΚΑΒ και ο Βρετανός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατος του.</span></div><div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;"><span style="color: #a55e1f;"> </span></div><div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;"><span style="color: #a55e1f;">Πηγή: ekriti.gr <br /></span></div>
<div style="text-align: center;">
* * *</div>
<br />
<div>Όπου διαπιστώθηκε πως επρόκειτο μόνο για το ξεραμένο, αδειανό κουκούλι του. Ένας ιχνηλάτης απ' τη φυλή των Τσερόκι εξέτασε την άμμο γύρω απ' την ξαπλώστρα κι επέμενε με βεβαιότητα πως υπήρχαν ίχνη που απομακρύνονταν, αλλά όλοι γέλασαν κι ύστερα τον κέρασαν λουκουμά κι όλα ξεχάστηκαν. Κι ο τρελός του χωριού, χοροπηδώντας από αρμυρίκι σε αρμυρίκι, φωνάζε «τζιτζί, τζιτζί» στο ΕΚΑΒ που απομακρυνόταν κι όπου αναρωτιόνταν οι οδηγοί μεταξύ τους -γέννημα θρέμμα της Σταλίδας: «Πάνε δεκαεφτά χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφτηκε το χωριό μας τρελός».<br /></div>
<div>
<br /></div>
<div>Υ.Γ. Κι όμως, δε μπορεί να μην πέρασε κι από το δικό σας μυαλό <a href="https://www.quora.com/Can-a-dead-body-tan-or-get-a-sunburn-Or-is-it-a-living-reaction-to-the-sun-damage" target="_blank">τούτο</a> ...<br /></div>
<div>
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="400" src="https://www.youtube.com/embed/VqTR0e2lyQg" width="640" youtube-src-id="VqTR0e2lyQg"></iframe></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-60631537158262426342020-07-06T12:03:00.003-07:002020-07-06T12:03:34.257-07:00<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-srNOmSu1XXQ/XwN1crfFi6I/AAAAAAAAEvA/XLA9uzYjymoUlejPvwPr35nY1ugDFX-TACNcBGAsYHQ/s1600/WoodenPlank.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="875" data-original-width="800" height="320" src="https://1.bp.blogspot.com/-srNOmSu1XXQ/XwN1crfFi6I/AAAAAAAAEvA/XLA9uzYjymoUlejPvwPr35nY1ugDFX-TACNcBGAsYHQ/s640/WoodenPlank.png" width="292" /></a></div>
<br />Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-1288186532438547552020-06-29T02:01:00.127-07:002020-07-28T10:44:29.716-07:00Είδηση #882<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><b>Πολύνεκρες συγκρούσεις στα Ιμαλάια</b></span></div>
<span style="color: #a55e1f;">
</span>
<br />
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">
Πρώτη καταχώρηση: Τετάρτη, 17 Ιουνίου 2020, 17:20 </span></div>
<span style="color: #a55e1f;">
</span>
<br />
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">
Πηγή: <a href="https://www.zougla.gr/kosmos/article/polinekros-petropolemos-sta-imalaia" target="_blank">Zougla.gr</a></span></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><br /></span></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
</div>
<span style="color: #a55e1f;">
</span>
<br />
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">
Χωρίς πυροβόλα όπλα, αλλά με αυτοσχέδια ρόπαλα και πέτρες, Ινδοί και Κινέζοι στρατιώτες συγκρούονται για 4η συνεχόμενη ημέρα στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών στα Ιμαλάια. Από τις συγκρούσεις έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής δεκάδες θάνατοι, ίσως περισσότεροι από 70, και από τις δύο πλευρές.</span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><br /></span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">[ ... ]</span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;"><br /></span></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
<span style="color: #a55e1f;">Όλα ξεκίνησαν όταν μια περίπολος από Ινδούς στρατιώτες συνάντησε Κινέζους συνοριοφύλακες σε μια στενή λωρίδα γης στα δυτικά Ιμαλάια. Οι στρατιώτες άρχισαν να παλεύουν -αφού απαγορεύεται να φέρουν όπλα στη συγκεκριμένη περιοχή-, όταν ένας Ινδός αξιωματικός έπεσε στο κενό. Στο σημείο έφτασαν ενισχύσεις από την Ινδία και τελικά περίπου 600 στρατιώτες ενεπλάκησαν στη μάχη με γυμνά χέρια.<br /><br />Σύμφωνα με ινδικές πηγές, τουλάχιστον 50 Κινέζοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Η μάχη διήρκεσε περίπου 6 ώρες και οι περισσότεροι στρατιώτες σκοτώθηκαν πέφτοντας στον γκρεμό.<br />
</span></div>
<div style="text-align: center;">
* * *</div>
<br />
<div>
Για τέσσερις ημέρες, ανθρώπινα κορμιά συγκρούονταν και πάλλονταν, ένα πάνω στο άλλο, σ' ένα βίαιο συνονθύλευμα βγαλμένο, λες, από μιαν άλλη εποχή. Κυλισμένες στη σκόνη ή τσακισμένες στο βράχο, οι αντίπαλες ομάδες κινούνταν και πλάθονταν περισσότερο από τη λύσσα μιας βαθιάς, λησμονημένης φύσης, παρά απ' τη συνηθισμένη σύγχρονη δολοφονική νηφαλιότητα, η οποία αποκενώνει τον άνθρωπο απ' την ανθρωπινότητα. Με τα χέρια γυμνά ή μάλλον απογυμνωμένα απ' τις αναγκαιότητες της εποχής - το ατσάλι, τον ηλεκτρισμό, την απόσταση - τ' ανακατωμένα πλήθη των αντρών, δίχως την ψυχρή κτηνωδία της μηχανής, επέστρεψαν σ' εκείνη την απλή τιμιότητα του ζώου, το οποίο παλεύει μονάχα με τα τέλεια εφόδιά του: το σώμα και τη θέληση - αν δηλαδή εξαιρέσει κανείς την εξ απαλών ονύχων πλύση εγκεφάλου, η οποία είναι συχνά υφέρπουσα. Κι άλλοτε πάλι, αυτοσχεδιάζοντας πάνω στην τυχαιότητα του περιβάλλοντος - με κοτρώνια και σπασμένα κλαδιά - εξασκείται μόνον εκείνη η ελάχιστη δόση ευφυίας που απαιτείται, ώστε μήτε ο μαχητής να κατρακυλήσει δυσανάλογα στην απανθρωπιά της σύγχρονης νοημοσύνης, μήτε το ζώο να χαθεί στιγμή από τα μάτια, αλλά ίσα-ίσα τα γεγονότα ισορροπούν στο μεταίχμιο όπου διακρίνεται μ' ευκρίνεια το ξεχωριστό τούτο ζώο που συνιστά ο άνθρωπος. Μ' αυτόν τον τρόπο, το πάλεμα χρωματίζεται ακριβώς με τις αποχρώσεις της ανθρώπινης μοίρας, αναλλοίωτες απ' τη διαφθορά του πολιτισμού. Σάρκα να συντρίβεται πάνω στη σάρκα, τριγμοί οστών που αναμετριούνται με οστά, νύχια και δόντια, ανοιγμένα κεφάλια, αφρισμένες γνάθοι, συσπασμένοι μύες, ετούτο το ανακάτωμα της ύλης μοιάζει ν' αποπνέει κάτι θανάσιμα και νοσηρά ερωτικό. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς μέσα σ' αιμορραγικό παραλήρημα από σφαίρες των πενήντα, διαμελισμένος από ακαριαίες εκτονώσεις ύλης κι ενέργειας ή άδοξα συνθλιμμένος πάνω στον ανυποχώρητο βράχο, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δε μπορούμε ν' αρνηθούμε στην κάθε μέθοδο θανάτου τη δική της ιδιαίτερη εξιστόρηση.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Αν στεκόμασταν κάπου παράμερα, μάρτυρες της αναχρονιστικής ετούτης σύρραξης, θαρρώ πως δε θα φαινόταν στο παραμικρό παράδοξο αν παρατηρούσαμε ξάφνου τους αντιμαχόμενους να κοντοστέκονται περήφανα σε ζεύγη, ενώπιος ενωπίω, αναριθμώντας ο καθένας τη γενιά και την καταγωγή του. Αναγνωρίζοντας στο μετέωρο κέντρο, κάπου ανάμεσά τους, τη βαρύτητα της δικαιοσύνης ή της θεϊκής αναγκαιότητας η οποία οδήγησε τα βήματά τους σ' αυτό το συναπάντημα, απαιτώντας με τον τρόπο αυτό ν' αποκατασταθεί μια τάξη του κόσμου. Μα τούτα είναι ρομαντισμοί άλλων χιλιετηρίδων και μιας κοινωνίας παντελώς ξένης με τη σημερινή κι είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που η λυσσαλέα αναμέτρηση της είδησης μοιάζει τόσο παράταιρη.. Δεν έχουν θέση, όλα τούτα, στις απρόσωπες ορδές των αριθμημένων μαζών, όπου ο πολεμιστής δεν είναι τίποτε περισσότερο από φρέσκο κρέας μιας παγκόσμιας κιμαδομηχανής. Ο σημερινός στρατιώτης δεν έχει πρόσωπο αφού στις μέρες μας κανείς δεν έχει - όλοι όμως έχουν φωτογραφία. Ο σημερινός στρατιώτης δεν έχει παρελθόν, δεν πλάστηκε από καμία αλληλουχία γεγονότων κι ούτε, φυσικά, μαίνεται στα σωθικά του οποιοδήποτε πάθος ή ο παραμικρός πόθος. Δεν είναι πρόσωπο να σταθείς απέναντί του, ούτε κι απέναντι σε σένα σύμμετρος άλλος να σταθεί, παρά κρυβόμαστε απ' την απόσταση - κάποτε την ιδεολογία - κι αφήνουμε τις κάννες να μιλήσουν για λογαριασμό μας. Ούτε υπάρχει, βεβαίως, και τίποτε να ιστορηθεί ή να προοικονομηθεί, ποιος είναι γραμμένο να πεθάνει και γιατί, ποιος είναι ταγμένο να σκοτώσει. Μόνον υπάρχουν άψυχα, πλαστικά στρατιωτάκια και μια χούφτα αρρωστημένοι ηγέτες, αιώνιοι δραπέτες τούτοι μιας παράδοξα αναπόδοτης νέμεσης, που μόνους θεούς τους αναγνωρίζουνε την ύλη, τα κάτοπτρα, τον καρκίνο.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Γι' αυτό σα βλέπω ανθρώπους να πιάνονται στα χέρια μέχρι θανάτου, όσο ξένη κι αν στέκεται στην ιδιοσυγκρασία μου, η εικόνα ετούτη είναι αμέτρητες φορές πιο ανεκτή, πιο ανθρώπινη κι ακόμη ελπιδοφόρα απ' οποιοδήποτε χαράκωμα, στρατόπεδο συγκέντρωσης ή τ' απολυμασμένα γραφεία μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής.</div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-4619010510578909332020-06-28T10:11:00.027-07:002020-07-28T10:48:56.707-07:00Ρένα Κουμιώτη<div>
Πριν δυο χρόνια ακριβώς, ένα ισχαιμικό επεισόδιο μου στοίχησε ανεπιστρεπτί (;) την πρώτερη μουσική διαύγεια, την ικανότητα να κατανοώ ή να υποτάσσομαι στη μελωδία, να λατρεύω βαθιά κι ολόψυχα, να κυματίζω σύμμετρος με τα πυκνώματα ή τις υφέσεις του ήχου. Η ακοή μου, παρότι δεν έχασε στο παραμικρό σ' ευαισθησία, έγινε όσο φάλτσα χρειάζεται για να μισείς εκείνο ακριβώς που θα 'πρεπε να ευλογείς ή έστω να εκτιμάς, δηλαδή ό,τι σ' απόμεινε. Οι ήχοι, όμως, δε λυπούνταν (όπως καμία αναπηρία, οσοδήποτε μικρή) κι αντηχούσαν διαρκώς μες στο κρανίο μου αλλοιωμένοι, ασύμμετροι, ανοίκειοι. Ο κόσμος μεταμορφώθηκε σ' ένα καινούργιο περιβάλλον, σε κάποιο βαθμό ξένο ή, κάποτε πολύ χειρότερα, επώδυνο κι απωθητικό - αν όχι ενίοτε και εχθρικό. Έτσι ξεκίνησε μια νέα περίοδος απομόνωσης, όπου η ψυχή μου έβρισκε γαλήνη και καταφύγιο στη μοναξιά, αποφεύγοντας ή ξεδιαλέγοντας τα ερεθίσματα ανάλογα με τις δυνάμεις της. Κι ωστόσο, πού και πού, από κάποιες ακουστικές συγκυρίες ξεχωριστές και ανερμήνευτες, το θαύμα μ' έκρινε πάλι άξιο, με καταδεχόταν. Το παλιό, λησμονημένο γήτεμα κατάφερνε να τρυπώσει ξανά στα σωθικα μου, ν' ανακαλύψει δίοδους πίσω και μέσα από τη σφραγισμένη ήττα μου. Σαν άγριο σπυρί κι ετούτη η χάρη των θεών, το δώρο της μουσικής, αφουγκραζόταν περιστασιακά όσες πιθαμές γόνιμου φλοιού αντιστέκονταν ακόμη, όσες γωνιές λησμονημένης ικμάδας, κι εναπόθετε τότε τις ρίζες του μ' ευγένεια μέσα μου.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Τις στιγμές ετούτες, όταν με καταδέχεται η χάρη, η αποξηραμένη πατίνα καταλύεται. Τα μάτια μου καταρρέουν θολωμένα σε πηχτούς υγρούς σβώλους. Για λίγο, νιώθω και πάλι ευτυχισμένος. Χθες συνέβη μια παρόμοια επίσκεψη, σα διαπίστωσα και πάλι βουρκωμένος πως η λατρεμένη φωνή της Ρένας Κουμιώτη παρέμεινε κι ετούτη - μέσα σ' ελάχιστα - οριακά ανέγγιχτη, αναλλοίωτη από την ισχαιμία. Η φωνή της, ώριμη και ζεστή, ιδιαίτερη όσο δεν είναι άλλης γυναίκας, σαρώνει τις αισθήσεις από τη μιαν άκρη ως αντίκρυ, διεκδικεί όχι ενα μέρος μα το σύνολο, πληρώνοντας κάθε γωνιά σου αθρόα κι αδιαμεσολάβητα. Γεμίζει τη νεκρική ασυναρτησία με λησμονημένη ζωή, μ' έρωτα. Κυλά στα σωθικά ίδιο γλυκό μολύβι που κατακαίει θεραπευτικά, μεταμορφώνοντας τη μιζέρια σε πύρωμα, το φαρμάκι σε μεθυστικό ποτό και πρόσκληση μετοχής. Η ξεχωριστή τούτη χροιά όμως δεν είναι σε κάθε τραγούδι αντάξια του εαυτού της κι ούτε κάθε τραγούδι στέκεται αντάξιο ετούτης της χροιάς. Είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς πάνω στη φωνή της Κουμιώτη, δίχως να γίνει βαρετός, άστοχος ή «παράφωνος». Ετούτο το απογοητευτικό αίσθημα - απογοητευτικό λόγω της μεγάλης προσδοκίας - με κατέκλυζε, φυσικά, πολύ πριν πιάσω να στραβοκαταπίνω θρόμβους. Σαν έχει προηγηθεί ένα «Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτες», όπου η φωνή της Ρένας βαθαίνει στα βάθη μιας εξομολόγησης κι όπου το μέταλλο της φωνής της ακονίζεται σαν τραχύ μαχαίρι στα γρέζια της καρδιάς σου, πώς τότε ν' ανεχτεί κανείς το αξιοπρεπές μα ήσσον «Σ' ένα δέντρο δυο κλωνάρια»; Για ποιο λόγο να μην ξεχαστεί το τελευταίο την αμέσως επόμενη στιγμή, ως οριακά «ενοχλητικό»; Γι' αυτόν και μόνο το λόγο - και όχι εξαιτίας των προσωπικών της επιλογών - νομίζω ταπεινά πως η Ρένα Κουμιώτη ήταν «καταδικασμένη» εξ αρχής ν' ανήκει σ' εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, τους οποίους θα θυμόμαστε για τραγούδια μετρημένα στα δάχτυλα. Αλλά τούτο δεν κρύβει τίποτε υποτιμητικό κι ούτε υπάρχει ο παραμικρός λόγος να συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Τα τραγούδια τους ετούτα θα τα θυμόμαστε αλησμόνητα, θα τα φυλάμε κόρη οφθαλμών μέχρι τέλους, υπονοώντας έναν ασύγκριτο θαυμασμό και μια ανυπόκριτη αφοσίωση.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Η χθεσινή αφορμή, το «Δώσε μου το στόμα σου», είναι από τα τραγούδια εκείνα που δίχως να 'ναι επικά από τη φύση τους γίνονται επικά αφού τ' αγγίσει ο κατάλληλος ερμηνευτής. Όχι, να πούμε, εκείνος που απλά θα σηκώσει το τραγούδι στους ώμους του μ' επαγγελματική αξιοπρέπεια ή δεξιοτεχνία, μα εκείνος που ίσα ίσα θα το πιάσει να το δημιουργήσει απ' την αρχή σα να 'ταν η πρώτη ύλη του - σχεδόν ασεβώντας - σα να μην υπήρχε τίποτε νωρίτερα από σκόρπιες λέξεις ή τσαλακωμένες παρτιτούρες. Θα μπορούσε το «Χελιδονάκι» να είναι ένα ακόμη τρυφερό, ερωτικό τραγούδι, λαξεμένο με περισσή βέβαια ευαισθησία απ' τον άλλο εκείνο ξεχωριστόν άνθρωπο, το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Κι όμως, σαν το 'πιασε στα χείλη της η Κουμιώτη το εκτοξεύσε ανεπίστρεπτα στα δώματα των θεών. Ή, αν το θέλει κανείς, το καταβύθισε στην άβυσσο εκείνη όπου κατοικούν από καταβολής κόσμου οι στρατιές όσων ερωτεύτηκαν αληθινά και βαθιά - πάει να πει απελπισμένα. Ετούτη τη θεμιτή, αυτόβουλη παράδοση, την απαντοχή του ανθρώπου που δεν αγαπά απλώς μα έχει γίνει ο ίδιος ολάκερος ένα κορμί από αγάπη έτοιμο να δωθεί, την έχει συλλάβει με απαράμιλλο τρόπο η δωρική πένα του κυρ-Λευτέρη. Μα δε θα 'ταν παρά τρυφεροί στίχοι της αγάπης, δίχως τη μοναδική Κουμιώτη να τα δέσει όλα τούτα σ' αυτόν τον αξεπέραστο, αρχετυπικό λυγμό που ενώνει τους ερωτευμένους κι ο οποίος εκφέρεται εδώ με τη γυμνή ευθύτητα και την εμπιστοσύνη ενός μαχητή - πάει να πει με περηφάνεια - παρά με το ηττοπαθές κλαψούρισμα μιας αδύναμης καρδιάς. Πάρε με, λοιπόν, και κάνε με ό,τι θες.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Σας ευχαριστώ για πάντα, Ρένα Κουμιώτη, Λευτέρη Παπαδόπουλε, Μίμη Πλέσσα, καθώς άλλος με την πένα του, άλλος με τα πλήκτρα του κι άλλη δε με τη φωνή της, γράψατε πάνω στην ύπαρξή μου με δύναμη τέτοια, ώστε κατανικήσατε ακόμη και τις αντιστάσεις ενός εγκεφάλου μερικά απονεκρωμένου. Κι ακόμη σε ότι αφορά εμένα προσωπικά, σας ευχαριστώ όχι μόνο (ή τόσο) γιατί ξαναγεννήσατε μέσα μου άπαξ κάτι που νόμισα πως έσβησε δια παντός, μα γιατί μου επιστρέψατε ένα δώρο ζωής διαρκές. Γιατί θα με κρατάτε γεννημένο - δηλαδή ερωτευμένο - εις το διηνεκές, ως εκείνη τη στιγμή που δεν είναι πλέον καμία παράταση και για κανέναν.</div>
<div>
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="400" src="https://www.youtube.com/embed/w4-ThfDDqBg" width="640" youtube-src-id="w4-ThfDDqBg"></iframe></div>
<div>
<br /></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-44799954573691129902020-06-22T05:43:00.024-07:002020-07-28T10:53:18.329-07:00Είδηση Νο 87221<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<b>Επίθεση με τρεις νεκρούς στη Βρετανία</b></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
Πρώτη καταχώρηση: Σάββατο, 20 Ιουνίου 2020, 23:28 </div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
Πηγή: <a href="https://www.zougla.gr/kosmos/article/vretania-epi8esis-me-maxeri-kata-politon-stin-poli-renting" target="_blank">Zougla.gr</a></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
[ ... ]</div>
<div style="margin-left: 150px; text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="margin-left: 150px; margin-right: 150px; text-align: justify;">
Ένας αυτόπτης μάρτυρας που μίλησε στην εφημερίδα Mirror είπε ότι ο δράστης με το μαχαίρι «φώναζε ακατανόητες λέξεις» πριν μαχαιρώσει ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί στο πάρκο σε ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ στο Ρέντινγκ, περίπου 65 χλμ. δυτικά του Λονδίνου.<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
* * *</div>
<br />
<span style="color: #3d5b8f;">Με ακατανόητες λέξεις όπως «αγάπη», «μετοχή», «βίωμα», «αλληλεγγύη» και άλλα παραληρήματα, η σημασία των οποίων δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί από τις αρχές, φαίνεται πως πλησίασε ο φερόμενος ως δράστης την ανυποψίαστη παρέα, τρία μέλη της οποίας άφησαν την τελευταία τους πνοή λίγες στιγμές αργότερα. Αυτόπτες μάρτυρες ισχυρίζονται ότι τα θύματα σωριάστηκαν επιτόπου, τεμαχισμένα σε αδρές εγκάρσιες ενοχές, και μόνο στο άκουσμα του ασυνάρτητου λόγου, πολύ πριν δηλαδή γίνει αντιληπτό το μαχαίρι, ο ρόλος του οποίου παραμένει τελικά αδιευκρίνιστος. Παράδοξο παραμένει ακόμη το γεγονός ότι παρά τις ακάματες προσπάθειες των αρχών, έχει σταθεί μέχρι στιγμής αδύνατο από την συγκέντρωση των τεμαχισμένων μελών να ανασυσταθεί ένας πλήρης και ακέραιος άνθρωπος, παρότι οι εμπειρογνώμονες επιμένουν πως το «υλικό» που 'χουν στα χέρια τους είναι παραπάνω από αρκετό.</span>Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-88191866093756195962020-06-01T08:54:00.010-07:002020-06-22T06:40:45.679-07:00Το βλέμμα του θανάτου<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-gFUL0sAwm3M/XtUkkWNVkPI/AAAAAAAAEFs/01cASOUlxVgw1Zs2mUvVXkpA_gmc61iYwCNcBGAsYHQ/s1600/Iman.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="765" data-original-width="800" src="https://1.bp.blogspot.com/-gFUL0sAwm3M/XtUkkWNVkPI/AAAAAAAAEFs/01cASOUlxVgw1Zs2mUvVXkpA_gmc61iYwCNcBGAsYHQ/s1600/Iman.jpg" width="640" /></a></div>
<br />
Σα φτάσει η ώρα να με τιμήσει ο θάνατος, θα με κοιτάξει ακριβώς με τούτη τη ματιά. Δε θα 'χει το βλέμμα του αυστηρό ή τιμωρητικό, δε θα ζητήσει λόγο. Μήτε θα σταθεί μ' εκείνες τις αδειανές κόγχες των μαραμένων κρανίων να χάσκουν σκοτεινές κι ανέκφραστες απέναντί μου. Όχι! Το βλέμμα του θα είναι γυμνό και τίμιο ερώτημα. Θα 'χει δανειστεί κάτι απ' το κρυστάλλινο αυτό βλέμμα σου, μικρή μου Ιμάν, ή μπορεί πάλι - αν είμαι τυχερός - να 'σαι κι εσύ η ίδια που θα 'ρθείς να με γυρέψεις, να μ' οδηγήσεις απ' το χέρι. Στην όψη σου, πηχτή ανερμήνευτη ντροπή σαρκώνεται μέσα μου, σέρνεται ανεμπόδιστα, καταλυτικά. Λεηλατεί αδήριτα την ύλη που με κρατά ορθό, θρομβώνει ό,τι με κρατά ζωντανό, την ελπίδα, το χαμόγελο, την επιθυμία. Κι ίσως ετούτη τη ντροπή παλεύω να εξιλεώσω με την προσμονή να εναποθέσω τη ζωή μου στα χέρια σου, σαν έρθει η ώρα. Σαν αντιστάθμισμα, δηλαδή, μιας αδικίας που ξεπερνάει όχι μόνο εμένα μα κι οποιοδήποτε μέτρο των ανθρώπων. Μικρή μου Ιμάν, στους μόλις 18 σου μήνες ήρθες αντιμέτωπη με το πρόσωπο του κόσμου. Γνώρισες αυτό το πρόσωπο στην πλήρη του αιχμηρότητα και διαύγεια, όπως εγώ δε θα καταφέρω ποτέ μου να γνωρίσω, με τις εκατοντάδες στρογγυλεμένες λέξεις και τη φιδίσια μου περπατησιά.<br />
<br />
Διαβάζουμε συχνά για τ' αδειανό, γυάλινο βλέμμα των νεκρών. Μα τούτο τ' άσπιλο κρύσταλλο που 'χεις στα μάτια, που στέκει τώρα ξέχειλο μπροστά μου, έτοιμο να εκραγεί από σκοτεινή εκφραστική πληρότητα, ακόμη και τώρα, με τόση καθυστέρηση, ζητά παραμυθία. Και ξεχειλίζει ακόμη από τ' αμέτρητα εκείνα θαύματα, τα οποία δεν πρόλαβαν να ειπωθούν ή ν' αντικρύσεις. Τι να προλάβεις, ψυχούλα μου άγουρη, στο μεσοδιάστημα μιας τόσο σύντομης διαδρομής ανάμεσα σ' αρχή και πέρας, ώστε δυσκολεύεται κανείς ακόμα και να τ' ονομάσει τούτο «ζωή»; Οι μετρημένες ανάσες των 18 μηνών σου, πώς είναι δυνατόν να ενταχθούν σ' οποιονδήποτε ορισμό μιας φευγαλέας ευτυχίας, πόσο μάλλον τώρα, πολιορκημένες από συνθήκες τόσο κτηνώδεις κι άθλιες όσο αυτές που σε γαλούχησαν; Πόσο θράσος να 'χει, λοιπόν, κανείς ώστε να μιλήσει για λογαριασμό σου Ιμάν; Κι εγώ ακόμη, φτηνός, μικρός, τι κάνω εδώ παρά να βλασφημώ, ξερνώντας αυτά που μόνον η δική μου καρδιά γυρεύει, αγνοώντας πώς να στριμώξω σε λέξεις την εκκωφαντική σιωπή σου; Και τα γλυκά χειλάκια σου, μικρή μου, τα μισάνοιχτα γλυκά χειλάκια σου, σταματημένα απότομα, βίαια, μοιάζουν παγωμένα ακριβώς εκεί, μετέωρα πάνω από μια τελευταία λέξη, ένα ψιθυριστό παράπονο. Στέκουν εκεί γεμάτα έκπληξη, απορία, απέναντι σ' ένα θάνατο για τον οποίο ποτέ κανείς δε σε προετοίμασε κι ούτε κανείς κατάφερε να σε προφυλάξει. Μικρούλικα χείλη παρατημένα από το χρώμα της ζωής, καταμεσίς παρατημένα στο συλλάβισμα μιας άδολης κραυγής.<br />
<br />
Κι όμως, ο θεριεμένος λόγος της ύπαρξης, έχει κι αυτός μια δύναμη ανυπέρβλητη και συχνά ισοδύναμη εκείνης του θανάτου. Όταν τα χείλη στερούνται τη φωνή τους, στερούνται την έκφραση, όταν κι οι πράξεις τον αρνούνται, ο λόγος ωστόσο αδάμαστος, ακατάβλητος, βρίσκει διαρκώς τρόπους να δραπετεύσει. Η τελευταία κραυγή ενός πλάσματος που ξεψυχά είναι αδύνατο να φιμωθεί, όπως ακριβώς είναι αδύνατο να φιμωθεί μια τρικυμία, ένας βαθύς πόνος. Η τελευταία κραυγή δεν έχει ανάγκη τη γλώσσα, τα χείλη ή τον ήχο. Γίνεται κραυγή η ίδια η όψη του ανθρώπου, το σώμα του, το κύτταρο που τον συνθέτει. Η κραυγή του ανθρώπου περιγελά την επίπλαστη λέξη. Όπως το ζώο κι ο άνθρωπος, συμμετέχει σ' αυτήν μ' ολάκερη την υπόσταση, το είναι του. Οι γλωσσικές αρθρώσεις γίνονται αρθρώσεις χεριών και δαχτύλων, σπονδύλων και μηρών. Τα σημεία στίξης γίνονται συστροφές μυών και τανυσμοί νεύρων, ρίγη που συνταράσσουν το κορμί, σιωπές που παραλύουν. Το χρώμα του λόγου κυριαρχείται τώρα από το μέταλλο του αίματος ή την ώχρα της απώλειάς του, τον ίκτερο του ματιού ή τις μυριάδες κι ανείπωτες εκείνες αποχρώσεις απ' την παλέτα του θανάτου, τις οποίες μπορεί ν' αποκτήσει ένα σώμα ξεψυχώντας. Κανόνες της σύνταξης γίνονται, τώρα, οι βιολογικοί σπασμοί μιας ύλης που παλεύει ν' αναιρέσει τους τεμαχισμούς της και ν' αποκτήσει πάλι νόημα. Μα πολύ περισσότερο, λόγος γίνεται εκείνη η ανερμήνευτη εμπειρία και μαρτυρία ενός ανείπωτου όλου, μιας ασπαίρουσας όψης την οποία αντιλαμβάνεται κανείς μονάχα με τα σωθικά του. Μια δίνη παραλογισμών η οποία προκαλεί ναυτία και θρυμματίζει κάθε γραμματική τάξη και δυνατότητα λεκτικής εκτόνωσης. Είναι ένα αίσθημα αδύνατον να καταγραφεί ή να περιγραφεί με άλλον τρόπο, παρά μόνον από την αμεσότητα των αισθήσεων του όντος απέναντι στο ον. Εξ ου κι ο νους καταρρέει ανυπεράσπιστος σε κονιορτό και λάσπη, απέναντι σ' αυτην τη νέα επίθεση του κόσμου. Δεν έχει τάξη να καταφύγει κανείς απ' το παράλογο ετούτης της αντίφασης που συνιστά ένα νεκρό παιδί, του οποίου μάλιστα ο νεκρικός λόγος είναι δυσανάλογα πλουσιότερος κι εκφραστικός σε σχέση με το λόγο εκείνο που πρόλαβε ποτέ ν' αρθρώσει ατό του.<br />
<br />
Μικρή μου Ιμάν, μικρό γλυκό μου πλάσμα, σε κοιτώ στα μάτια κι όσο κοιτώ τα δικά μου κυλούνε ακατάσχετα κι όλα θολώνουν μπρος μου, η μορφή σου κι ο κόσμος ανακατώνονται. Δεν υπάρχει σωτηρία από τούτη τη φυλακή απελπισίας άλλη, απ' την απόλυτη κατάθλιψη ή την απόλυτη οργή. Όχι όμως εκείνη που πνίγεται σαν αναφιλητό, μα την οργή που γίνεται γροθιά κι αποκαθιστά τον κόσμο ένα βήμα ή μια ζωή πίσω. Μα για σένα δεν είναι πια επιστροφή, μικρή μου Ιμάν. Μικρό γλυκό παιδί μου, άγγελε μες στους μυριάδες π' απόμειναν άστεγοι από μοίρα κι ουρανό, μόνον αυτό μπορώ 'δω χάμου να ψελλίσω: συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη, γιατί σταθήκαμε τόσο ανεπαρκείς, τόσο μικροί στη δύναμη, τόσο μικρότεροι από σένα!<br />
<br />
[ Πηγές: <a href="https://synoraanoixta.wordpress.com/2020/02/15/%ce%bf-%ce%b8%ce%ac%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%ac%cf%84%ce%b9%ce%b1-%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%b9%cf%87%cf%84%ce%ac-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%ce%b1%ce%b3%cf%89/?fbclid=IwAR2RgbOBOh9G4tbczHxAUxiFjmNzZafmLdSx6ygksQYbY2Ubhq_0U365zD0" target="_blank">Synoraanoixta</a> / <a href="https://www.aa.com.tr/tr/dunya/iman-bebek-sogukta-gozleri-acik-can-vermis/1733754" target="_blank">Anadolu</a> / <a href="https://www.gettyimages.com/detail/news-photo/image-depicts-death-a-dead-body-of-a-baby-iman-ahmad-leila-news-photo/1200671873" target="_blank">Gettyimages</a> ]<br />Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-19047773878833750902020-05-19T07:13:00.000-07:002020-05-19T07:33:43.198-07:00QinniΔίχως να γνωρίζω διόλου την ευαίσθητη αυτή ψυχή, η οποία φανερωνόταν στo ηλεκτρονικό σύμπαν με το ψευδώνυμο Qinni, βαρυθύμησα μ' αναπάντεχη και παράδοξη θλίψη σαν έμαθα το θάνατό της. Σα να μιλούσαν για δικό μου άνθρωπο -μια παλιά συμμαθήτρια, έναν ξεχασμένο γείτονα, ένα ζεστό χαμόγελο που με σημάδεψε ανεξίτηλα. Για τους γνωστούς της ο θάνατος δεν ήταν ακριβώς αναπάντεχος, μαθαίνω πως χρόνια πάλευε για την υγεία της κι είναι η τέχνη της θαρρώ σημαδεμένη από τούτο. Είχα φυλάξει το <a href="https://9gag.com/gag/aWEdPM3" target="_blank">σύνδεσμο</a>, απ' όπου πληροφορήθηκα το θάνατό της, για κάποια πιο ταιριαστή στιγμή. Έτσι σήμερα, βυθισμένος καθώς βρίσκομαι σε μια γλυκιά εσωστρέφεια, επέστρεψα να συνομιλήσω με τις μνήμες αυτού του γλυκού ανθρώπου. Αναζητώ τα έργα της στο διαδίκτυο. <a href="https://www.deviantart.com/qinni" target="_blank">Εδώ</a> θα βρείτε πολλά συγκεντρωμένα. Κάποια απ' τα σκίτσα της σχεδόν οικεία, σα να τα γνώριζα από πάντα, αρχικά μπορεί να φανερώνουν μιαν αφέλεια μ' αν σταθεί κανείς με προσοχή θα του φανερωθεί μια δουλεμένη, πηγαία τρυφερότητα. Ακριβώς γι' αυτό έχει αξία κι η τέχνη της είναι -για μένα- χιλιάδες φορές σημαντικότερη από ένα σωρό δημιουργίες, που θα μπορούσαν να μην είχαν διόλου υπάρξει δίχως μας κάνει την παραμικρή διαφορά -όπως να πούμε ετούτο το άθλιο <a href="https://en.wikipedia.org/wiki/George_I_of_Great_Britain#/media/File:King_George_I_by_Sir_Godfrey_Kneller,_Bt_(3).jpg" target="_blank">πορτρέτο</a> ενός ηγεμόνα. Τα έργα της Qinni δεν ήταν απλές φαντασιοπληξίες του συρμού, σκηνοθετήματα που εξαντλούνταν στη μανιέρα και τον εντυπωσιασμό, μα περισσότερο ήταν ψυχογραφήματα ενός ευαίσθητου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Είναι απείρως διαφορετικό όταν κανείς ζωγραφίζει αυτό που νιώθει, παρά εκείνο που βλέπει ή που φαντάζεται, έτσι στεγνά. Εδώ είναι η σημασία, η ανάγνωση ενός δημιουργήματος να συνιστά μορφή συνομιλίας κι όχι απλά αισθητικό καταιγισμό. Να συνομιλείς με την ψυχή ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν το μέσο -δηλαδή η τέχνη του- στερείται σε τελειότητα ή μεγαλείο, τι άλλο στοίχημα μπορεί να κερδίσει κανείς από τους καθημερινούς καλλιτέχνες, εκείνους δηλαδή που δεν τους έχει στέψει η Ιστορία δαφνοστέφανα κι άλλα ετεροχρονισμένα; Εντάξει, δε θα πω περισσότερα κι ένας απ' τους λόγους είναι πως υπάρχει φόβος, τιμώντας κάποιον υπέρμετρα, να βλασφημείς τελικά κι ασυνείδητα απέναντί του, παρουσιάζοντας δηλαδή έναν άνθρωπο διαφορετικό από εκείνον που 'ταν. Να πω μονάχα τούτο, τελευταίο. Υπάρχουν έργα τα οποία σε πεντακόσα χρόνια θα 'χουν αξία μονάχα για τους κριτικούς και τους ιστορικούς της Τέχνης, έργα τα οποία θα 'χουν ψοφήσει μαζί με την εποχή που τα γέννησε. Υπάρχουν κι έργα, μπορεί και σκαριφήματα του ποδαριού, τα οποία ακόμη και τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, αν σκύψει κανείς από πάνω τους θ' αφουγκραστεί τον ίδιο ψίθυρο του ίδιου ανθρώπου, του ίδιου ακριβώς πλάσματος το οποίο γνώρισε κάποτε το φως αυτού του κόσμου, γέλασε, αγάπησε, πόνεσε πολύ κι έπειτα -νωρίς, αργά, δεν έχει σημασία- έγειρε και ξεψύχησε κατά τις προσταγές της κοινής μοίρας. Ετούτη η τίμια, διαχρονική γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλούν μεγάλα έργα, όπως τα πορτρέτα του Φαγιούμ, ή άλλα ταπεινότερα όπως οι τρυφερές διαδρομές της Qing Han, καθένα στην κλίμακά του. Αυτό είναι, λοιπόν, ένα αργοπορημένο αντίο κι από μένα.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-DR3jEuxRr58/XsPpY83uAAI/AAAAAAAAEDg/dSns6hWgnEAihDup7XBt1uhag0cPOE7yACNcBGAsYHQ/s1600/Qinni.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1000" data-original-width="1280" src="https://1.bp.blogspot.com/-DR3jEuxRr58/XsPpY83uAAI/AAAAAAAAEDg/dSns6hWgnEAihDup7XBt1uhag0cPOE7yACNcBGAsYHQ/s1600/Qinni.png" width="640" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
<a href="https://twitter.com/QinniArt?ref_src=twsrc%5Egoogle%7Ctwcamp%5Eserp%7Ctwgr%5Eauthor" target="_blank">Qinni Art</a></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-43483285669295914322020-05-19T04:53:00.000-07:002020-05-19T07:45:55.428-07:00ΥστερόγραφοΕίναι πολλά εκείνα τα οποία ζηλεύω σ' έναν «άστεγο» από επιλογή. Έχω γνωρίσει έναν τουλάχιστον τέτοιο λεύτερο άνθρωπο, το Γιώργο, καβάλα στο ποδήλατό του κι εγώ στο δικό μου, εκείνο το καλοκαίρι του 2006 σ' ένα δρόμο έξω απ' το Αίγιο. Μα υπάρχουν τα εξής τρία που δε θα κατάφερνα ποτέ να ελέγξω: το κρύο, η διαρκής παρουσία των ανθρώπων κι η έλειψη καθαριότητας. Μεταξύ αυτών, ωστόσο, μόνο τα δυο πρώτα μπορούν να σε σκοτώσουν. Καθένα, βέβαια, με τον ιδιαίτερο τρόπο του: το πρώτο μοναχικά και γρήγορα, το δεύτερο αργά και βασανιστικά.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-jYztKf_FsF4/XsPITcpxxkI/AAAAAAAAEDU/daX5W7KcfiYtE4IGmKqGD38WDtoew4qogCNcBGAsYHQ/s1600/Cloud_George.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="768" data-original-width="1024" src="https://1.bp.blogspot.com/-jYztKf_FsF4/XsPITcpxxkI/AAAAAAAAEDU/daX5W7KcfiYtE4IGmKqGD38WDtoew4qogCNcBGAsYHQ/s1600/Cloud_George.jpg" width="640" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #0b5394;">Να 'σαι καλά, όπου κι αν βρίσκεσαι!</span>
</div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-4757972630688719562020-05-19T04:08:00.001-07:002020-06-28T00:32:31.350-07:00Άστεγοι με κουστούμιαΚι ωστόσο, σα συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, η αφορμή δεν ήταν διόλου πρόσχαρη κι ο νέος κόσμος που αναδύεται δεν είναι διόλου νέος. Κάθε που το κοινό της αστικής αρένας φτάνει να χασμουριέται στο τετριμμένο θέαμα, πιάνουν δουλειά οι σκηνογράφοι κι οι ενδυματολόγοι. Αλλάζουνε οι σκλάβοι τα κουρέλια τους μ' επώνυμα υφάσματα, τα σκονισμένα πεδία των μαχών στρώνονται άσφαλτο και φωτεινοί σηματοδότες υποβοηθούν την αποκομιδή νεκρών, τα πεινασμένα εξωτικά θηρία αντικαθίστανται τώρα με χορτάτους συμπολίτες μας -στο παραμικρό λιγότερο σαρκοφάγους. Η ίδια παράσταση από τότε που πρώτη φορά άνθρωπος χειροπέδησε άνθρωπο, η ίδια ανθρώπινη τραγωδία, εξακολουθεί να εκτυλίσσεται αμείωτη, ακάματη, υποδεικνύοντας, σε κάποιο βαθμό, πως εφτά ή δέκα χιλιάδες χρόνια αν προχωρήσαμε ένα βήμα ήταν στην αρτιότερη ύφανση του σάβανου. Βέβαια, ούτε στιγμή δεν μπέρδεψα τον εαυτό μου για ρεαλιστή, μονάχα απαισιόδοξο.<br />
<br />
[ Αφορμή: <a href="https://www.prologos.gr/%ce%bf%ce%b9-%ce%ac%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%b3%ce%bf%ce%b9-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b1-%ce%ba%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%8d%ce%bc%ce%b9%ce%b1/?fbclid=IwAR3t9tWAgvjDjmI-neHTnkSzb-NC43qFXD6RZgLlZxvjZnEHaiL48aLQXV8" target="_blank">PROlogos.gr</a> ] <br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-3tIFFXLXPuw/XsO9pSuorHI/AAAAAAAAEC8/-qzLW1A9ivUzuptUGkwVmxQfFLJIX6L6ACNcBGAsYHQ/s1600/SleepyUgly.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="800" data-original-width="1182" src="https://1.bp.blogspot.com/-3tIFFXLXPuw/XsO9pSuorHI/AAAAAAAAEC8/-qzLW1A9ivUzuptUGkwVmxQfFLJIX6L6ACNcBGAsYHQ/s1600/SleepyUgly.jpg" width="640" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
<a href="https://paweljaszczuk.com/high-fashion" target="_blank">High Fashion > Pawel Jaszczuk</a></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-62635071494186952912020-05-19T03:37:00.001-07:002020-06-02T13:47:07.283-07:00Κοιμώμενοι ωραίαΟι άνθρωποι π' αποκοιμούνται στα τρένα, τα λεωφορεία ή αλλού, όταν δεν είναι επιστέγασμα εξαθλίωσης (*) μα τίμιας κούρασης, είναι μικρές διαρροές ανθρωπινότητας σ' έναν κόσμο κατα τ' άλλα αδιάφορα παγερό, σχεδόν πεθαμένο. Σαν τις παρέες των εφήβων που γελούν κι αναμειγνύονται αυθόρμητα ή τα πλεγμένα χέρια των ανθρώπων που αγαπιούνται, περιγελούν τις επιφάσεις καθωσπρέπειας και φανερώνονται με την καθαρή γύμνια ενός μωρού. Αφήνονται στη χρεία τους, δεν υπερασπίζονται τον καθρέφτη, ομολογούν περίτρανα ότι δεν είναι παντοδύναμοι. Τα παραδωμένα τους πρόσωπα, έτσι όπως αφέθηκαν ακούσια να μη μετέχουν πλέον στη γελοιότητα του περιβάλλοντος, γεμίζουν την καρδιά μ' εκείνη την πρωτόγονη χαρά της απόδρασης από μια φυλακή -εν προκειμένω της νοσηρής πραγματικότητας. Οι άνθρωποι π' αποκοιμούνται στα τρένα ή αλλού δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν, αν τους εξηγούσα, πόσο ομορφαίνουν τη ζωή και τις διαδρομές μας, όχι γιατί 'ναι σε κάποιο βαθμό αστείοι ή ευάλωτοι, μα περισσότερο γιατί μας ψιθυρίζουν γητέματα λησμονημένων μάγων, γαληνεύοντας τα πάθη που μέχρι εκείνη τη στιγμή ροκάνιζαν τον εσωτερικό μας κόσμο. Γιατί μας θυμίζουν πως ακόμα και μες στην τρέλα ενός καθημερινού πολέμου, υπάρχουν ακόμη πράγματα να σεβαστούμε.<br />
<br />
(*) Ξαναδιαβάζοντας φοβάμαι μήπως η διατύπωση αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: η εξαθλίωση σε καμία περίπτωση δεν υποτιμάται ως μη-ανθρώπινη ή ζωώδης, απλά αφήνεται στο περιθώριο γι' άλλη συζήτηση. Τα συναισθήματα που προκαλεί ένας άνθρωπος παρατημένος απ' όλους (ενν. όλους εμάς), όπως ένας «βρωμύλος» άστεγος, ένας ναρκωμανής «χτικιάρης», δε γαληνεύουν φυσικά την ψυχή μ' αντίθετα τη συνταράσσουν και τη μαστιγώνουν. Εδώ όμως δεν επιθυμώ να μιλήσω γι' αυτά τα συναισθήματα.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-drRCurTX4IA/XsO2rKE_0WI/AAAAAAAAECw/10jNBbTMkcc0T_VIPBmMv2lBulM7myZdACNcBGAsYHQ/s1600/Sleepy.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="800" data-original-width="533" src="https://1.bp.blogspot.com/-drRCurTX4IA/XsO2rKE_0WI/AAAAAAAAECw/10jNBbTMkcc0T_VIPBmMv2lBulM7myZdACNcBGAsYHQ/s1600/Sleepy.jpg" width="640" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
<a href="https://paweljaszczuk.com/Sleeping-Train" target="_blank"><b>Original post > Pawel Jaszczuk</b></a></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-34282770073034114292019-04-26T03:18:00.003-07:002020-05-19T03:23:48.589-07:00KodokushiΥπάρχουν εικόνες που - μ' όλη τη φρίκη τους - γλιστρούν άμεσες και με το νόημα αλώβητο, ακόμα κι αν δεν υπήρχε το χάρισμα της λέξης. Θ' αρκούσε να 'χει μοιραστεί κανείς το ψωμί και τ' αλάτι - που λέμε - ή την ανία και το αίμα. Κάτω απ' αυτή την οπτική, η προηγούμενη ανάρτηση δεν είναι παρά περιττή φλυαρία, γύρω από μιαν αλήθεια που όλοι γνωρίζουμε, μα φυλάττουμε καλά απ' το φως. Η μόνη λέξη που θα της αρκούσε θα 'ταν η πράξη. Δηλαδή, η πράξη της αποκάλυψης. Θ' αρκούσε απλά η γυμνή φωτογραφία κι όλοι θα γνωρίζαμε περί τίνος πρόκειται. Κανείς δεν πεθαίνει ακμαίος και λεφτάς στο πάτωμα, μέσα σε σωρούς κουρέλια. Ούτε παρατηρούμε τις συμπαγείς και πηχτές εκείνες στάμπες, που αφήνει πίσω της μια ζωή αποστραγγισμένη από άμεσο φόνο - σε αντιδιαστολή μ' έναν φόνο κοινωνικό, που σπάνια αφήνει ίχνη. Δεν απομένουν, έτσι, πολλές οι εναλλακτικές.<br />
<br />
Υπάρχουν, πάλι, εικόνες που δεν είναι εικόνες παρά δίνες του νου ή ένα άλλο όνομα του ιλίγγου. Εικόνες που το μυαλό σκαλώνει σε μια φαύλα σημειολογική διαδικασία, η οποία αναλώνει εαυτόν. Είναι εκείνο το αμάλγαμα κωμωδίας και τραγωδίας, απέναντι στο οποίο ο νους ηττάται κατά κράτος. Άμα είσαι σοφός γίνεσαι κυνικός. Αμα πάλι δεν έχεις τη στόφα και τη δυνατότητα ετούτη, γίνεσαι έρμαιο της κατάθλιψης - μ' άλλα λόγια σε βρίσκει ο Άδης πριν το Θάνατο. Η φωτογραφία που ακολουθεί είναι από το υλικό ετούτο. Ας υποθέσουμε - και θέλω να πιστεύω - πως δεν είναι κατασκευασμένη κι έχει, μ' άλλα λόγια, κάτι απ' την τιμιότητα μιας «ειρωνίας της τύχης».<br />
<br />
Πώς μπορεί, λοιπόν, ν' αστειεύεται κανείς, με τέτοια θέματα; ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Πώς μπορεί κανείς να φωτογραφίζει και να δημοσιεύει τέτοιες μικροπρεπείς «λεπτομέρειες», ασύμβατες κι αποπροσανατολιστικές απ' το κυρίως θέμα; Ο «νεότερος» εαυτός μου, μέσα στην ψευδαίσθηση και τα υπολείμματα ισχύος, τα οποία απομένουν σ' έναν άνθρωπο 45 χρόνων, κρατά το γήρας ακόμη σε απόσταση, συναρτώντας το με μια μορφή γελοιότητας. Μια παράταιρη μασέλα δεν παρουσιάζεται στον αστόχαστο νου, παρά μόνο σα φάρσα και κακόγουστο αστείο. Μια φάρσα, που δεν κολλάει στην περίσταση. Πώς αλλιώς; Μια πεταμένη, παράταιρη μασέλα δε μπορεί να 'ναι η καθημερινή πραγματικότητα ενός πλάσματος ή μιας ζωής μ' αξιοπρέπεια.<br />
<br />
Έπειτα ακολούθησε η σιχαμάρα. Τώρα, η σιχαμάρα ετούτη δεν είναι διαφορετικής φύσης από τη γελοιότητα που προηγήθηκε και θα τη βάλω στο ίδιο καζάνι. Δεν είναι σιχαμάρα τη μασέλας, παρά σιχαμάρα του γήρατος. Το γήρας δε μπορεί παρά να είναι γλοιώδες, βρωμερό και δύσοσμο, εκτός από γελοίο. Το γήρας μυρίζει και στάζει. Μυρίζει ιδρώτα και στάζει ούρα, ελληνικό καφέ και τσιγαρίλα, ξεραμένους λεκέδες και νεκρά κύτταρα. Μυρίζει κιτρινισμένο κερί και τρίχες, στάζει πηγμένο σάλιο. Το γήρας μυρίζει αρρώστια και φάρμακο - μυρίζει θάνατο. Πώς θα μπορούσε κανείς ν' αγκαλιάσει - κι ίσως να σώσει - εκείνο που είναι απεχθές; Και πώς να μη σιχαίνεσαι εκείνο που είναι άσχημο και νικημένο;<br />
<br />
Τέλος, καταφτάνει με τη σειρά της η πραγματικότητα, κεραυνοβόλα κι απαρέγκλιτη ως καρπαζιά. Δριμεία κι επώδυνη σφαλιάρα, η οποία επαναφέρει την καθαρότητα της σωστής διάστασης και την προοπτική στο σημείο φυγής της.<br />
<br />
Σαν πιάσει κι εγκατασταθεί στο νου, η τριάδα ετούτη, δε λέει να υποχωρήσει. Στήνει μονομιάς το τρελό της γαϊτανάκι κι ούτε η γελοιότητα υποχωρεί, ούτε αποδυναμώνεται η σιχαμάρα, μα ούτε κι η κατραπακιά ησυχάζει. Κι ούτε μπορώ, στιγμή, να πάψω να κοιτώ, δίχως ετούτα τ' ανάμεικτα αισθήματα, όπου σα φρενιασμένο γιν και γιανγκ περιδινίζονται το γελοίο, το σιχαμερό και το επώδυνο - ή σα να λέμε : η ντροπή, η απώθηση και η αποδοχή. Και πάλι απ' την αρχή, κυκλοτερά, σε τούτο τον αέναο ίλιγγο.<br />
<br />
Είναι μερικές εικόνες που γλιστρούν γλυκόπιοτες σαν κώνειο ή σαν ξυράφι κι άλλες που σου δαγκώνουνε τα σωθικά, που σε ξεσκίζουν, που δε θα γίνουν κτήμα σου ποτέ.<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
<a href="https://1.bp.blogspot.com/-4BfyBpl7638/XMLag72O_VI/AAAAAAAADZ4/qfv1FGYbEIAU9H5gZKssiwktEjc4f9hsACLcBGAs/s1600/Kodokushi_05.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="741" data-original-width="918" height="516" src="https://1.bp.blogspot.com/-4BfyBpl7638/XMLag72O_VI/AAAAAAAADZ4/qfv1FGYbEIAU9H5gZKssiwktEjc4f9hsACLcBGAs/s640/Kodokushi_05.jpg" width="640" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #674ea7;"><b>Soichiro Koriyama</b></span><br />
<a href="http://invisiblephotographer.asia/2014/03/24/kodokushi-soichirokoriyama/" target="_blank"><span style="color: #8e7cc3;"><b>Apartments of Lonely Deaths in Tokyo</b></span></a></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-92089876970152499812019-04-25T01:29:00.000-07:002019-04-26T01:57:25.979-07:00Ιερά σινδόνηΗ ιερά σινδόνη του ανθρώπου δεν φυλάσσεται σε καθεδρικούς, δεν σκύβουν πάνω της άνθρωποι της Οξφόρδης, ούτε μια κουβέντα κάμει, για χάρη της, τον κόπο. Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου μπορεί να ζέχνει αποσύνθεση ή μοναξιά, αντί βασιλικό και μελισσόκερο. Μπορεί να βρωμά με την αποφορά της σάρκας ή της ανθρώπινης πολιτείας. Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου μπορεί και να 'ναι ένας λερός, ξεντεριασμένος τάπητας ή ένα στρώμα μουλιασμένο ιδρώτες και ούρα, σε μια σκοτεινή τρύπα του Τόκιο - ή σ' ένα κελί οπουδήποτε. Είναι ο τελευταίος μάρτυρας ενός ψιθύρου, ένας κώδικας εσαεί ανερμήνευτος. Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου δεν είναι υφασμένη απ' τα συνηθισμένα υλικά, να πούμε βαμβάκι, ήλιο και λινάρι. Είναι απ' την ύλη μιας λείας αγκαλιάς κι απ' ορφανό βελόνι. Δεν είναι παρά εκείνη η ψευδαίσθηση οικειότητας, που έστω καταδέχεται το σώμα, σαν αποσταίνει πια κι εγκαταλείπεται γυμνό στην ελεημοσύνη των πραγμάτων.<br />
<br />
<div style="text-align: right;">
<a href="https://www.kar.org.gr/2019/02/12/fylaki-i-thanatos-oi-ilikiomenoi-tis-iaponias-echoyn-dyo-epiloges/?fbclid=IwAR2IBGYPZzX4JHVti-4mA7wkvWKXvyKR-3zOrAudGnwdGMb6nIUaOK3TlPQ" target="_blank">* Kodokushi</a> </div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://4.bp.blogspot.com/-81a6fay1DSs/XMFvnrcwjLI/AAAAAAAADZs/BxBZZoIXlHMJIlTFmcnIJITj66r_2pp4QCLcBGAs/s1600/Kodokushi_02.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="738" data-original-width="918" height="513" src="https://4.bp.blogspot.com/-81a6fay1DSs/XMFvnrcwjLI/AAAAAAAADZs/BxBZZoIXlHMJIlTFmcnIJITj66r_2pp4QCLcBGAs/s640/Kodokushi_02.jpg" width="640" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #674ea7;"><b>Soichiro Koriyama</b></span><br />
<a href="http://invisiblephotographer.asia/2014/03/24/kodokushi-soichirokoriyama/" target="_blank"><span style="color: #8e7cc3;"><b>Apartments of Lonely Deaths in Tokyo</b></span></a></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-69369798484252165012019-01-01T04:23:00.003-08:002019-01-22T02:24:37.966-08:00ΜουζικάντηδεςΟι άνθρωποι είναι γεμάτοι σπόρους. Καθώς ο χρόνος ποτίζει τις ζωές, άλλοι σπόροι ευδοκιμούν κι ανθίζουν, άλλοι πάλι - οι περισσότεροι - μαραίνονται και σβήνουν. Σα χάνονται, οι σπόροι ετούτοι γίνονται πόροι. Τώρα, έτσι είναι φύση των πλασμάτων, συνήθως, να πλάθονται κατ' έλλειψη. Εκείνο που μας λείπει, μ' άλλα λόγια, γίνεται αυτό που μας ορίζει. Από τούτη την ορφάνια γεννήθηκε το τραγούδι των ανθρώπων. Σαν ο αέρας τρυπώνει στα στήθη και τον λέμε ανάσα, γλιστρά στους πόρους που 'χουν απομείνει αδειανοί και φτιάνει τον άνθρωπο έναν ζωντανό αυλό. Γεννιέται έτσι μια μελωδία κι ένας σκοπός, μοναδικά στον καθένα. Δε λέω κάτι καινούργιο. Όλοι το 'χουμε παρατηρήσει. Άλλοι, γύρω μας, σκορπούν κεφάτα σκέρτσα κι άλλοι σιγο-σφυρίζουν αριστοκρατικά μινουέτα. Άλλοι πάλλονται κι εκρήγνυνται σε επικά ορατόρια κι άλλοι φθίνουν κι εξαφανίζονται σε παχύρρευστα ρέκβιεμ. Άλλοι διαφέρουν απ' τα αηδόνια, μόνο στο φτέρωμα, κι άλλοι πατούνε μια ζωή στον λάθος τόνο.<br />
<br />
Τέλος, υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν μόνο να κλάνουν σα τρομπόνι. Από τη στόφα ετούτη φτιάχνονται, συνήθως, τα στρατιωτικά εμβατήρια.Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-33868306524606279712018-12-29T10:49:00.001-08:002019-01-22T02:27:22.144-08:00Ο κλέφτης των βιβλίων & άλλες ιστορίεςΣυμβαίνει συχνά και στις καλύτερες οικογένειες, ν' ακούει κανείς άλλοτε ό,τι τον συμφέρει κι άλλοτε ό,τι να 'ναι. Έτσι προσφάτως, ξεφυλλίζοντας κάτι ηλεκτρονικά πρωτοσέλιδα, διάβασα ξαφνικά και προς μεγάλη μου έκπληξη, πως σε εξέλιξη βρίσκονταν «οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. για τον εντοπισμό του ληστή των βιβλίων»! Μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου είχα σκαρώσει, ασυνείδητα, ένα σωρό ιστορίες, για το προφίλ του ανθρώπου τούτου : επρόκειτο για ένα Ρομπέν των αστών, που έκλεβε βιβλία για να τα μοιράζει στους φτωχούς και αναλφάβητους; ένα σύγχρονο Βενάρδο που μοίραζε μυθιστορήματα αντί γλαδιόλες; έναν Αρσέν Λουπέν που με την ευγενή του λεπτότητα, μεταποιούσε την πεζότητα του υλικού συμφέροντος σε εστέτ εκκεντρικότητα; ή μήπως επρόκειτο απλά για φτωχό βιβλιόφιλο, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στην ακραία τούτη λύση, καθόσον οι περισσότερες βιβλιοθήκες είναι κλειδαμπαρωμένες τις ώρες, που ο κόσμος ηρεμεί απ' τα εγκόσμια και η ψυχή είναι έτοιμη να παραδωθεί στην ανάγνωση; Δυστυχώς, τίποτε από τα προηγούμενα. Στην πραγματικότητα, μια προσεκτικότερη ματιά, ξεκαθάρισε αμέσως το πεδίο : η αστυνομία αναζητούσε, απλά, το ληστή των... Βιλίων. Προσγειώθηκα απογοητευμένος στο ρηχό ρεαλισμό, φθίνοντας μέσα στις δίνες των τελευταίων συνειρμών μου, όπως ακριβώς οι αδήριτοι στροβιλισμοί, που προκαλεί το καζανάκι, εξολοθρεύουν και το παραμικρό ίχνος ρομαντισμού.<br />
<br />
Θυμήθηκα, λοιπόν, εκείνη τη βραδιά, τότε που μπορεί να μη φύσαγ' ο Βαρδάρης, αλλά σφούριζε όσο να 'ναι μια μικρή διαρροή, που 'χω στο κρανίο εκ γενετής, με αποτέλεσμα η μικρή νάιλον τσάντα, με τη φρέσκια βιβλιο-αποκομιδή της έκθεσης βιβλίου, να ξεχαστεί αποβραδίς κι ολοβραδίς στο χερούλι της μηχανής. Το πρωί, καθώς χάζευα ανυποψίαστος, απ' το παράθυρο, το παρκαρισμένο δίκυκλο απέναντι, ε τι να δω; ε τι; Τι βλέπω έκπληκτος κι αμήχανος (ευτυχώς, μεταφορικά);; Ακριβώς, εκείνο που μαντέψατε! Η τσάντα με τα βιβλία δεν είχε κουνηθεί, ούτε σπιθαμή! Άθικτη κι αδιάφορη, παρέμενε κρεμασμένη στο χερούλι της μηχανής, όπως παρατηρεί κανείς μια τσάντα με σκουπίδια, κρεμασμένη μπροστά σε ξώπορτα. Δε σας κρύβω, ότι η χαρά της αποκάλυψης αναδύθηκε όχι διαυγής και άκρατη, παρά λερωμένη με μια μικρή απογοήτευση. Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν - είπα, στον εαυτό μου - μια νύχτα ολόκληρη, να μη βρεθεί ουτ' ένας χριστιανός ή αλλόθρησκος, να πάρει χαμπάρι την τσάντα με το μικρό θησαυρό, να τη βουτήξει;; Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, με το φαινομενικά ακαλλιέργητο της κοινωνίας! Θα είχα πάρει ασύγκριτα μεγαλύτερη χαρά αν κάποιος δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί στον πειρασμό και βουτούσε την τσάντα, πανικόβλητος σα να 'χε διαπράξει το ειδεχθέστερο έγκλημα, παρά τώρα που την παρατηρούσα να λικνίζεται ανέγγιχτη. Μήπως, πάλι, ο επίδοξος ληστής έριξε, πρώτα, μια γρήγορη ματιά, μα δεν βρήκε τα βιβλία τόσο του γούστου του; Ναι, ναι, αυτό θα μπορούσα να το χωνέψω, ευκολότερα. Ο άνθρωπος, καλλιεργημένος και σκεφτικός, ανοίγει διστακτικά την τσάντα και περιεργάζεται συνοφρυωμένος. Σα να τον βλέπω μπρος μου, να μονολογεί, βαστώντας τα βιβλία, όπως ο Άμλετ το κρανίο : «Αλίμονο, καημένε Γιόρικ! Τι σαβούρες διαβάζει, στις μέρες μας, ο κόσμος!».<br />
<br />
Αλλά αυτά δε συμβαίνουν στην πραγματική πραγματικότητα, παρά μόνο στις αναρτήσεις του Blogger. Δυο-χρόνια μετά, όταν το πείραμα επαναλήφθηκε, μ' ελαφριά παραλλαγή, τούτη τη φορά το κράνος μου, δεν πέρασαν καν λίγες ώρες κι η περικεφαλαία είχε γίνει άφαντη! Δίχως το παραμικρό ίχνος ή, έστω, ένα ευγενικό σημείωμα «φίλε, συγγνώμη αλλά το είχαμε πολύ ανάγκη, γιατί μας κλέψαν το δικό μας». Έτσι, ταπεινή συμβουλή στον αναγνώστη : ας παρατάει τα βιβλία του, όπου να 'ναι, δίχως τον παραμικρό φόβο : σε χερούλια, σε παγκάκια, στα δημόσια αποχωρητήρια. Το πολύ-πολύ να τα βρει κουτσουλισμένα. Αλλά το κράνος και τα μάτια του! Αναρωτιόμουν, στο μεταξύ, μονάχος μου : πώς στα κομμάτια κλέβεις, έτσι απερίσκεπτα, ένα χρησιμοποιημένο κράνος; Ένα κράνος χιλιομπαλωμένο και χιλιοφορεμένο; Ένα αξεσουάρ, που το φοράει ο άλλος στη λιγδιασμένη του κασίδα, άπλυτο και για μήνες; Που 'χει, σε κάθε του γωνιά, συσσωρευμένο όλο το βακτηριακό ιστορικό ξηροδερμίας και σμήγματος του κατόχου; Πώς αρπάζεις και φοράς κατάσαρκα εκείνο, που συχνά απωθούσε ως και τον ιδιοκτήτη; Ν' αρπάζεις ένα κράνος είναι το ίδιο, σα ν' αρπάζεις ένα φορεμένο σώβρακο ή μια δουλεμένη οδοντόβουρτσα.<br />
<br />
Ένα βιβλίο, απ' την άλλη, δεν είν' το ίδιο πράμα! Πόση βρωμιά να 'χει μαζέψει ένα βιβλίο; Πόση, δηλαδή, βρωμιά άξια λόγου κι όχι τίποτα σκόνες κι υγρασίες; Άντε να 'βρεις καμιά λαδιά απροσδιόριστη (πίτσα ή τυρόπιτα), τίποτα στάμπες του καφέ, κανα-δυο ψίχουλα μπισκότο ή τρίμματα σοκολάτας. Άντε πάλι, καμιά τρίχα ή μια μικρή υποψία ξεραμένου αίματος. Τι άλλο περισσότερο; Και μ' όλη του τη δύναμη να φταρνιστεί κανείς, που να μουλιάσουνε τα φύλλα μύξα, μόλις λίγες μέρες αργότερα τα μικρόβια θα 'χουνε γίνει κόλλυβα. Θες, πάλι, να το 'χει ο άλλος κουσούρι, να ξύνει διαρκώς τον κώλο του την ώρα που διαβάζει και με το ίδιο, εκείνο χέρι, να γυρίζει τις σελίδες; Μα τι διάολο; Εκατόν πενήντα σελίδες μετά, δε θα πεταχτεί μια τουαλέτα; Θα το πλύνει το ρημάδι το χεράκι, κάποτε! Το χειρότερο που μου 'χει τύχει σε βιβλίο, πάντως, δεν είχε σχέση με άνθρωπινα υπολείμματα. Ήταν τότε, πριν από χρόνια, σαν ανακάλυψα το χαμένο, έκτο πόδι, μιας ανάπηρης κατσαρίδας, στο Ημερολόγιο του Νοστογιέφσκι. Το μπούτι, τη γάμπα κι ολάκερη τη σχετική άρθρωση. Ομολογώ πως με διακατέχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και η ανάγνωση τερματίστηκε άδοξα και διαπαντός. Πιθανότατα, κάποτε, να ξαναπροσπαθήσω με νεότερη έκδοση.<br />
<br />
Και λέω : τι όμορφος, που θα 'τανε ο κόσμος μας, αν οι άνθρωποι κλέβανε περισσότερα βιβλία, από κράνη. Καταρχάς, θα 'ταν ο κόσμος ασφαλέστερος. Όχι μόνο γιατί θα κυκλοφορούσαμε με περισσότερα κράνη, αλλά επιπλέον και γιατί, απασχολημένοι απ' την ανάγνωση, θα οδηγούσαμε λιγότερο. Όσον αφορά, πάντως, στον κόσμο του βιβλίου, τα πράγματα, που μου 'χουν κάνει μεγαλύτερη εντύπωση κι έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη βιβλιο-μνήμη μου είναι τα εξής δύο : το σπίτι του φρεσκο-χαμένου Έκο, που δεν ήταν σπίτι αλλά το μέρος, που θέλω να με θάψετε, κι έπειτα το σπίτι του δικού μας, συγχωρεμένου Ρίτσου, στα κάτω-Πατήσια.<br />
<br />
Ήταν τότε που, Γ΄ Γυμνασίου ή κάτι τέτοιο, συνεννοημένοι με τη φιλόλογο - αγαπημένη Πρεβεδώρου - κινήσαμε δυο-τρία μαθητούδια να χτυπήσουμε το κουδούνι, μ' ένα μαγνητόφωνο και πολύ ντροπή, με σκοπό να ηχογραφήσουμε μια μέγιστη, ποιητική ατάκα - έστω, κάποιο ανθρώπινο μήνυμα - για τη σχολική μας εορτή. Φτάσαμε κάποτε στου ποιητή, δε θυμάμαι τη μέρα κι ίσως τελικά ούτε κι εκείνος να θυμόταν, καθώς φάνηκε να μη μας πολυ-περίμενε, έτσι όπως βρέθηκε ξάφνου μπρος μας με το πέδιλο και τις πιτζάμες. Τ' ήταν, όμως, να μας ανοίξει ο δόλιος, εκείνη τη ρημάδα πόρτα! Το πρώτο πράγμα που σφηνώθηκε στο μάτι μου, όντας σεμνός και χαμηλοβλεπής, ήταν το νύχι! ΤΟ ΝΥΧΙ!! Θεέ μου, τι νύχι ήταν αυτό;;!! Μέσα από τ' ανοιχτά πέδιλα του ποιητή, δέκα υπερδιάστατα και ξεδιάντροπα νύχια, μας αντίκρυζαν κιτρινιασμένα κι αδυσώπητα! Νύχια, π' άπαξ και γεύτηκαν τρυφερή σάρκα, πολυκατοικίσιας κατσαρίδας, έπαψαν να διψούν για οτιδήποτε λιγότερο. Με τέτοια δεινότητα κι απανθρωπιά σφηνώθηκαν οι ποιητικές εκείνες αποφύσεις, στην τρυφερή, εφηβική καρδιά μου, ώστε για το υπόλοιπο της ολιγόλεπτης παραμονής μας, στο ταπεινό διαμέρισμά του ποιητή, δε θυμάμαι το παραμικρό από τα λόγια του. Ως την αποφράδα μέρα αυτή, δεν είχα ξαναδεί από κοντά ούτε τόσο μεγάλο Ρίτσο, ούτε τόσο μεγάλα νύχια (πέραν, δηλαδή, από εκείνα του κακού του λύκου) κι ο τραυματισμένος ψυχισμός μου συνέδεσε, ισόβια και αθεράπευτα, το ποιητικό ύψος με την πυκνότητα της κερατίνης.<br />
<br />
Κι ωστόσο, εδώ ξεκινήσαμε να μιλούμε για βιβλία κι όχι για πεντικιούρ και, δια της φλυαρίας, έχω αποκρύψει το σημαντικότερο. Το δεύτερο πράγμα λοιπόν - όσο και το ευγενέστερο - ήταν εκείνο που έσωσε, εν τέλει, την κατάσταση. Σε δευτερόλεπτα, απέσπασε το νου απ' τον αποτροπιασμό κι έκανε τη σύντομη παραμονή μου όχι μόνο να γίνει υποφερτή, μα επιπλέον να επιστρέψει στον ποιητή ένα μέρος από το θαυμασμό, που άξιζε, το μέρος όμως που περισσότερο μπορούσα να κατανοήσω, στην ηλικία εκείνη. Πίσω απ' τη φιγούρα του ανθρώπου, πίσω από το Ρίτσο και τα τρομαχτικά του δάχτυλα, απλωνόταν ένα θέαμα υπέροχο όσο κι ασύλληπτο : ένας ευωδιαστός και μαγικός κόσμος αναρίθμητων βιβλίων και τυπωμένου χαρτιού. Στον προθάλαμο - κι ίσως παντού - τα βιβλία καταλάμβαναν κάθε τετραγωνικό εκατοστό που επέτρεπε στον ποιητή να κινηθεί, ο ίδιος και τα νύχια του. Ράφια σχεδόν ανύπαρκτα, το ίδιο το σπίτι ένα πελώριο ράφι. Αμέτρητες στοίβες εκδόσεων, κάθε μορφής και είδους, ψηλές ίσα τη μέση μου, το στήθος κι ίσως ψηλότερα, αν επέτρεπα στη μνήμη, ν' αποχαλινωθεί από τη μεγέθυνση που επιφέρει ο χρόνος. Σωροί και παρασώρια κι οποιοσδήποτε στερεομετρικός συνδυασμός, πάνω στον οποίο μπορεί να στηριχθεί ένας τόμος, ώστε το πάτωμα και τα έπιπλα να ωχριούν, σαν αμυδροί απόηχοι, στο περιθώριο. Το πάτωμα που δεν είχε πλέον απομείνει, παρά μια θεωρητική υπόθεση, μια σύμβαση να σε προστατεύει από την τρέλα. Καθώς, δεν υπήρχε η παραμικρή αντίφαση, αν φανταζόταν κανείς πως δεν υπήρχε καν πάτωμα ∙ πως οι σωροί των βιβλίων ορθώνονταν απ' το ισόγειο ή τα θεμέλια ή στο, κάτω-κάτω, πάνω τους μπορεί να στηριζόταν ολάκερο το οικοδόμημα. Φύγαμε κάποτε, μα οι βαθιές τούτες εικόνες έχουνε πια διαμορφώσει ανεπίστρεπτα τον άνθρωπο, οπού 'χω καταλήξει, τις ομορφιές, μα και τους τρόμους του.<br />
<br />
Τέλος πάντων, αν είναι να πω κάτι για μένα, εδώ που φτάσαμε, τρία πράγματα δεν υπάρχει περίπτωση να λείψουνε, ποτέ, απ' το σπίτι μου : βιβλία, κράνος και φυσικά ο νυχοκόπτης. Από πού ξεκινήσαμε, όμως, και πού καταλήξαμε! Έτσι συμβαίνει, συνήθως, άμα έχεις καλή παρέα, όπως τώρα που κάθομαι και γράφω μόνος μου. Κάπου εδώ, ωστόσο, ώρα να κλείσω, καθότι πιάστηκε κι ο κώλος μου. Καλή συνέχεια σε όλους και όλες.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen="" class="YOUTUBE-iframe-video" data-thumbnail-src="https://i.ytimg.com/vi/UoEuvgT1wBs/0.jpg" frameborder="0" height="450" src="https://www.youtube.com/embed/UoEuvgT1wBs?feature=player_embedded" width="600"></iframe></div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-15250383632262577422018-09-07T12:29:00.000-07:002018-09-12T03:34:38.415-07:00Μια μικρή ιστορία γνωριμίας …Φοιτητής όντας, τα καλοκαίρια που τα κουνούπια ξανάπαιρναν ν’ αποθρασύνονται, έπιανα εκείνα τα μικρά, χάρτινα κουτάκια, όπου πωλείται το τσάι ή άλλα ροφήματα, και τα καπάκωνα, παραφυλώντας τα σε τοίχους και ταβάνια – καθότι, βλέπετε, οι οικονομικές μου δυνατότητες δεν επέτρεπαν ψηλότερο ταβάνι. Κατόπιν κι αφου τα μετέφερα προσεκτικά έξω απ’ το σπίτι, τ’ απελευθέρωνα να πάνε στην ευχή του θεού – που λέμε.<br />
<br />
Σήμερα, πάλι – 24 χρόνια μετά – η πρώτη μου αντίδραση είναι η εξολόθρευση. Υπάρχει, φυσικά, κάποια υστερινή σκιά ενοχής και, αναπόφευκτα, θα υπάρχει παντοτινά. Όπως υπάρχουν και θα υπάρχουν, φυσικά, στοιχεία δισταγμών – φευγαλέα, μα υπαρκτά – της τάξης των δεκάτων του δευτερολέπτου κι ωστόσο, συχνά, υπεραρκετά ώστε να επιτρέψουν στο επίδοξο θύμα την έγκαιρη διαφυγή. Το αποτέλεσμα, παρ’ όλα αυτά, αναλλοίωτο: η εξολόθρευση. Τα βλέπω, τότε, να κείτονται συνθιμμένα, μέσα σε μικρές φουσκίτσες αίμα – συνήθως δικού μου – και δε μπορώ, παρόλα αυτά, ν’ αρνηθώ μια κάποια μικρή ικανοποίηση.<br />
<br />
Ηθικό δίδαγμα; Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ίδιο: το πρόβλημα, στον άλφα ή βήτα βαθμό, λύνεται! Γεννάται, όμως, ένα αμείλικτο – σε αντίθεση με μένα τον ίδιο – ερώτημα. Τελικά, ποιος άνθρωπος από τους δύο είμαι; ο φιλεύσπλαγχνος ή ο εξολοθρευτής;<br />
<br />
[ 2013 ] Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-76878360958371125812017-09-02T16:17:00.001-07:002017-09-02T16:17:43.498-07:00Ερωταπόκριση #01- Τι ήχο αφήνει ένα θαύμα όταν σπάζει;<br />
- Οικείο.<br />
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-89342603053095018602017-06-24T11:28:00.000-07:002017-06-24T11:33:09.597-07:00ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ - Μικρές ιστορίες για πέταμα [#03][ Ιανουάριος 2017]<br />
<br />
Χριστούγεννα (τα) = Σύνθετη λέξη. Πρώτο συνθετικό, η αβάσταχτη ανία των χορτάτων. Δεύτερο, η μελαγχολία μιας εκβιασμένης υπόσχεσης. Στους αιώνες των ανθρώπων, δεν πρέπει να 'χουν υπάρξει γενιές άλλες - από τις δυο-τρεις τελευταίες - με ζωές όμοια λιπαρές, χαραμισμένες στη ματαιότητα και στην πλαστικούρα. Αν κοιτάξει κανείς γύρω του, βλέπει μυαλά τόσο παχύσαρκα, ώστε οι σβέρκοι θα 'πρεπε να 'χαν τσακιστεί στα δύο. Ζωές άχρηστες και τόσο μάταιες, πεταμένες με τέτοιαν αστοχασιά, εδώ κι εκεί, ώστε αν τύχει και ξεστρατίσεις σε κάποιο κοιμητήριο, από αφηρημάδα, ζήτημα να καταλάβεις τη διαφορά. Και τα παιδιά μας, κι εκείνα κατ' εικόνα κι ομοίωση. Έχεις προσέξει ποτέ παιδί με γεμάτο στομάχι, μπροστά σε γιορτινή βιτρίνα; Δεν καθρεφτίζεται τίποτα ∙ ούτε στη βιτρίνα, ούτε στο παιδί.<br />
<br />
Ο χορτάτος πίθηκος, ωστόσο, έχει εκπαιδευτεί καλά σε τέτοιες εξισώσεις. Στους ζωολογικούς κήπους, όπου ζούμε λεύτερα, βρήκαμε στην επανάληψη το τέλειο καταφύγιο του μαλάκα. Μέσω της ίδιας και της ίδιας εορταστικής φλυαρίας, προσμένουμε και φέτος μήπως αλλάξει κάτι. Μέσα στους παραμυθένιους τενεκέδες, στα πολύχρωμα σκουπίδια, ψαχουλεύουμε μια τζούρα ευτυχίας, μια φέτα δαγκωμένη, ας είναι ένα-δυο ψίχουλα. Κι αφού ο Έρωτας δε δωρίζεται, παρά κερδίζεται, ψάξε-ψάξε ελπίζουμε τουλάχιστον σ' έναν άλφα οργασμό, σ' ένα κοκορέτσι βρε αδερφέ. Στο τέλος, βυθιζόμαστε στο λήθαργο του ανθρώπου που χωνεύει τα σωθικά του, λες και κατέκτησε το Έβερεστ της αυθεντικότητας, κι έπειτα του χρόνου πάλι. Παραφουσκωμένοι με κουραμπιέδες και ποικιλία σφαχτών, έχουμε παρεξηγήσει την ψυχή μας για στομάχι. Ίσως πήραμε, τούτα τα δύο, για τίποτα συγκοινωνούντα δοχεία. Λες πως, αν τηλώσει το κωλάντερο, δε μπορεί, κάτι θ' αρπάξει κι η ψυχή. Εις μάτην, φυσικά. Το πολύ-πολύ ν' αρπάξει μια κουράδα.<br />
<br />
Τα σπίτια μας μετατρέπονται σε χαριτοδιπλωμένα μπουρδέλα. Τσαχπίνικα φωτάκια φτιασιδώνουν τα ντουβάρια μας κι η μούχλα μοιάζει ντεκόρ, χοντροκώληδες αγιοβασίληδες παλεύουν στα μπαλκόνια, ν' αποδράσουν προτού σωθεί κι η τελευταία ρανίδα αξιοπρέπειας - ηττώνται κατά κράτος -, ηλεκτρονικές μουσικούλες θεραπεύουν τη φτήνια ομοιοπαθητικά, φάτνες κακοβαμμένες, στραβοκολλημένες από κάποιον αγχωμένο, ανήλικο μαστοράκο... η λίστα μοιάζει ατελείωτη. Κι η αγάπη - ε πόση αγάπη πια - μεταξύ των ανθρώπων, τούτη την εποχή! Σε κάνει κι αναρωτιέσαι "πού διάολο κρυβότανε τόση αγάπη, όλο τον υπόλοιπο χρόνο;". Δεν είναι τυχαίο, συχνά λέμε "καλά χριστούγεννα" εννοώντας "ζήσε Μαή μου", με άλλα λόγια "θα μας φάει η μαλακία, ώσπου... ", έστω κι αν δεν είναι σωστό, να υποτιμούμε τη μαλακία. Ακόμα και στη Βίβλο, για να φτάσει κανείς στον καλό Χριστούλη, χρειάζεται πρώτα να περάσει απ' τον Αυνάν. Στο Χριστούλη βέβαια δε φτάνουμε ποτέ - το πολύ πολύ, μέχρι τον Κωτσόβολο - αλλά δεν είναι και πως τον ψάχνουμε κιόλας. Τον Αυνάν, από την άλλη...<br />
<br />
Δεν είναι τυχαίο, που η μοναξιά φουσκώνει και θεριεύει, όσο πλησιάζουμε στις άγιες μέρες. Είναι που, επιτέλους, κοντοστεκόμαστε μια στάλα. Αν κοντοστεκόμασταν πριν τρεις μήνες ή πριν το κολατσιό, το ίδιο θα 'κανε. Δε φταίνε τα Χριστούγεννα. Φταίει που διαρκώς τρέχουμε - φόβος είναι, να μας προλάβει κάνα συναίσθημα και να ψοφήσουμε από υπερβολική δόση. Φτάνει, λοιπόν, μια πονηρή στιγμούλα, που μας βρίσκει αμήχανους απέναντι σ' έναν καθρέφτη, μια τζαμαρία ή μια χριστουγεννιάτικη μπάλα. Ξάφνου, βλέπουμε πιο πέρα απ' τα σπυριά, την ξεραμένη τσίμπλα ή το πόσο μεγάλη είν' η μύτη μας. Αναπάντεχα, τα μάτια μας θυμούνται να βλέπουν, γίνονται ματιές. Κοιτούμε σαν να 'ναι η πρώτη φορά. Κοιτούμε τους εαυτούς μας τίμια και βαθιά, σα νυστέρια, λες και κάποιος ξεχάσε να συνδέσει τους συναγερμούς, να κατεβάσει τις αμπάρες ή να μας χώσει πίσω στο προφυλακτικό μας. Τώρα, τι βλέπουμε 'κει μέσα, βαθιά, δε θέλει και μεγάλο ρώτημα. Μα είστε ηλίθιοι; Τι άλλο καθαρότερο μπορεί να φυλά κανείς στα σπλάχνα του, παρά το θάνατό του;<br />
<br />
Αυτά τα κολοκύθια με τις Βηθλεέμ, τα ρεβεγιόν και τα λαμπιόνια, δεν είναι παρά οι εκκωφαντικές κραυγές ανθρώπων, που ξέχασαν εδώ και χρόνια την τέχνη να ζουν. Είναι σπασμοί κι υπεκφυγές, όχι μόνο για τις ευκαιρίες που γινήκανε ανεπιστρεπτί καπνός, μα περισσότερο για τις στιγμές τις επόμενες, που καταφτάνουν δροσερές κι εμείς κραδαίνουμε μπαλτάδες, σα χασάπηδες. Ελάτε τώρα! Μην κάνετε την πάπια, ότι - και καλά - δεν ξέρετε το πόσο χέστες είστε. Το πόσο σας τρομάζει η ιδέα να πάρετε τη ζωή στα χέρια σας και να την κάνετε εσωτερικό κόσμο, αντί για ιλουστρασιόν εξώφυλλο. Ευχές, υποσχέσεις, σχέδια για το νέο έτος, τι 'ν' όλα τούτα, παρά μνημόσυνα μιας ήττας προαναγγελμένης από καιρό, απ' τη ρηχότητα με την οποία αγκαλιάζεστε, ονειρεύεστε ή κάνετε έρωτα, όλο το χρόνο;<br />
<br />
Τι να ευχηθεί τώρα, ένας ανόητος - εγώ - στον άλλο; Ξερω-γω; Να, όπως κοντοστάθηκες σήμερα, μπροστά σε τούτο το σκουπίδι, έτσι να κοντοστέκεσαι, συχνότερα.Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-60106487393716091892017-06-24T11:24:00.000-07:002017-06-24T11:26:30.431-07:00ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ - Μικρές ιστορίες για πέταμα [#02]Τα σκουπίδια μιλάνε με σολοικισμούς και γράφουν με ανορθογραφίες, όμως μιλούν και γράφουν. Κάθε που τραγουδούν τραγουδούν φάλτσα και κάθε που χορεύουν χορεύουν άτσαλα. Όμως τραγουδούν και χορεύουν. Αρκεί κανείς να κοιτάξει σωστά και να γνωρίζει, φυσικά, την ιδιαίτερη νοηματική των σκουπιδιών, που μόνο τα σκουπίδια καταλαβαίνουν. Πίσω από κάθε σκουπίδι, βέβαια, κρύβεται κάποιος άνθρωπος. Μ' αν το καλοσκεφτείς, τις περισσότερες φορές, ο άνθρωπος και το σκουπίδι ταυτίζονται. Κακώς, βδελυττόμαστε τα σκουπίδια. Τα σκουπίδια, προτού γίνουν τέτοια, δεν ήταν διόλου σκουπίδινα. Κάποιος τ' αγάπησε. Κι αν η αγάπη είναι βαριά κουβέντα - πράγματι - τότε ας πούμε ότι κάποιος τα πόθησε. Για λίγο ή για πολύ, αλλά τα πόθησε. Τα λάτρεψε γι' αυτά τα ίδια, για το περιεχόμενό τους ή γι' αυτό που τον έκαναν να νιώσει.<br />
<br />
Θα μου πείτε τώρα, όλα τα σκουπίδια δεν είναι της ίδιας πάστας, είναι λογιών λογιών. Κάποια σιχαίνεσαι και να τα κοιτάξεις, γεμάτα γλίτσα κι αποφορά. Φαντάζεσαι τετάνους, λέπρες κι ένα σωρό τέτοια, προσβλητικά. Είναι άλλα που τα φοβάσαι, όπως τα μοβόρικα καπάκια απ' τις κονσέρβες, που μια φορά γεύτηκαν αίμα ανθρώπινο κι, έκτοτε, έπαψαν να λυμαίνονται οτιδήποτε άλλο. Κάποια πάλι κείτονται απλά τσαλακωμένα και πατικωμένα, σχεδόν αλώβητα από την παρακμή. Με μια απλή μεταποίηση ή παραποίηση, θα μπορούσαν να λάμψουν και πάλι στη δόξα την πρότερη (ίσως και μεγαλύτερη).<br />
<br />
Τέλος, υπάρχουν και τα σκουπίδια εκείνα, που δεν είναι καν σκουπίδια. Έπαψαν κάποτε να είναι χρήσιμα στον τάδε, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεχίσουν την καριέρα τους στο δείνα. Αυτά τα τελευταία, λένε τη μεγαλύτερη αλήθεια, που μπορεί να ειπωθεί για τα σκουπίδια : ένα σκουπίδι έχει νονό, κάποιος το βάφτισε, δεν ήταν πάντα σκουπίδι κι ούτε έγινε στ' αλήθεια ποτέ. Απλά, τη χρόνικη στιγμή μηδέν, όλοι έπιασαν να το φωνάζουν "σκουπίδι", ώσπου το πίστεψε ακόμα κι αυτό. Τ' αληθινό του όνομα, την ουσία του, κανείς δεν πρόκειται ποτέ να τα μάθει. Ειρωνικά, ούτε το ίδιο.<br />
<br />
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων σκουπιδιών, που μου 'ρχεται στο μυαλό, είναι κάποια παιδιά, κάποιων οικογενειών. Παιδιά, που γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν ως γιορτινά περιτυλίγματα κι αλουμινόχαρτα, για να ντύσουν τα γούστα μιας ερωτικής επιχείρησης ή τους όρους ενός συμβολαίου, τις ανάγκες ενός πένθιμου ρεβεγιόν, μιας μετάθεσης, ενός επιδόματος, της ζωής που περνάει. Οι έρημες αυτές ψυχές (εξακολουθούν ν' αποστραγγίζονται από τους γονείς τους, την ώρα που μιλάμε) μοιάζουν με τις συσκευασίες των κρουασάν, που τις παρασέρνει ο αγέρας. Περιφέρονται, συνεχώς, με τη μνήμη εκείνη της αλλοτινής γλύκας, τη μαγιά που φέραν κάποτε στα σωθικά τους, μα το μόνο που τους έχει απομείνει πλέον είναι μια ελάχιστη ικανότητα να γυαλίζουν κι η ευσπλαχνία των ανέμων.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://2.bp.blogspot.com/-suoE66TWE3I/WU6ux410jbI/AAAAAAAACis/vQ75T3jdcywdU2mlW_i0aq4yyJktFPKuACLcBGAs/s1600/Distort1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="598" data-original-width="552" height="640" src="https://2.bp.blogspot.com/-suoE66TWE3I/WU6ux410jbI/AAAAAAAACis/vQ75T3jdcywdU2mlW_i0aq4yyJktFPKuACLcBGAs/s640/Distort1.jpg" width="590" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-76047848588114755062017-06-24T11:21:00.004-07:002017-06-24T11:21:29.559-07:00ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ - Μικρές ιστορίες για πέταμα [#01]Αν τα πεζοδρόμια είχανε στόμα να μιλήσουν, θα μας έλεγαν καταρχάς να μη τα φτύνουμε και κατά δεύτερο λόγο να τα σκουπίζουμε συχνότερα. Θα μας έλεγαν, επίσης, ένα σωρό σκοτεινές ιστορίες, από το πλην άπειρο των ανθρώπων.<br />
<br />
Μπήκαμε ήδη για τα καλά στην εποχή του γυμνοσάλιαγκα. Τα μεζεδοπωλεία έχουνε πια ρίξει τα τελευταία τους φθινοπωρινά φυλλάδια κι ένα παχύ στρώμα μπίχλας και σαβούρας, ταμπουρωμένο στις κώχες απ' τα κράσπεδα, κουτσομπολεύει τον κοσμάκη που περνάει. Το ανθρωπομάνι ετούτο έχει κατακλύσει τα γνώριμα άλλοθι της ανίας κι οι χοντρές κωλάρες εδραιώθηκαν ξανά στα δάση από καρέκλες, πατικωμένες μία δίπλα στην άλλη με χάρη, όπως οι κουράδες στους βόθρους.<br />
<br />
Δεν ξέρεις πια τι είναι πρέπον : να κλάψεις, να γελάσεις, να ξεράσεις ; Γύρω άνθρωποι δίχως μάτια, στόματα ή μυελό των οστών ∙ μονάχα πανάκριβα εντόσθια.<br />
<br />
Μια παρέα, στην είσοδο ενός υπονόμου, παραγγέλνει μπύρες και τον κωδικό του wi-fi. Στην άκρη, δυο ηλικιωμένες κατσαρίδες αναμετρώνται μ' ένα παρόν παντελώς ξένο κι αποσυντίθενται πάνω στην προσπάθεια. Ένα ζευγάρι χαμουρεύεται πλάι σ' ένα πεταμένο στρώμα, ξεχαρβαλωμένο και λερό - πιο 'κει, ένας οδηγός, περιμένοντας το φανάρι, αυνανίζεται παρέα τους. Μια οικογένεια καταβροχθίζει μιαν άλλη οικογένεια, μέσα σ' έναν κάδο ανακύκλωσης. Από πάνω τους, ένα γκαρσόνι παλεύει να κλείσει το καπάκι - το αφεντικό φοβάται μήπως φανούν τα παρασκήνια. Στο ρόλο του κομπάρσου, ο γραφικός ανάπηρος. Παλεύει να διασχίσει τα παρκαρισμένα τραπεζάκια, μα είναι σχεδόν αόρατος, γιατί ζει στον κόσμο των ανάπηρων - κάπου ενενήντα μοίρες γωνία, από τα βλέμματα. Σαν βλέπει πως δεν τα καταφέρνει, σηκώνεται, μεταμφιέζεται σε δεκαπεντάχρονη, που με τη σειρά της μεταμφιέζεται σε πόρνη. Είναι ο μόνος έρωτας, που τη δίδαξαν να περιμένει. Γλιστράει πια με άνεση, ανάμεσα σε βλέμματα και μασέλες.<br />
<br />
Θα 'λεγε κανείς πως η αδιαφορία κι η ασυδοσία είναι κάποιο είδος ανεξερεύνητου, φυσικού περιβάλλοντος. Χαζεύοντας και συγκρίνοντας το πλήθος με τα σκουπίδια, αναρωτιέται κανείς - πολύ τίμια - μην είναι τα τελευταία περισσότερο άνθρωποι απ' τους ανθρώπους. Κι είπα "μακάρι". Στο κάτω-κάτω, θα 'ταν η χαρά διπλάσια, να ποδοπατούμε κάτι που ψυχορραγεί, παρά το άψυχο. Αλλά τα σκουπίδια δεν είναι άνθρωποι κι έτσι μένει, μονάχα, να εξετάσουμε μην είναι οι άνθρωποι σκουπίδια.<br />
<br />
Για φαντάσου... ετούτο το βαρετό, τραυματισμένο πλήθος είναι οι συνοδοιπόροι μας, είναι τα πρόσωπα που έλαχε να μοιραστούμε τη διαδρομή της τρέλας. Κι όμως, κανείς τους δε μοιάζει να πηγαίνει πουθενά. Οι περισσότεροι δίνουν την εντύπωση πως έχουν ήδη φτάσει - το πιο πιθανό στο θάνατό τους. Και τις λίγες φορές, σαν αναζήτησα ανθρώπους αντί για ζόμπι, σκόνταφτα πάντα στα ίδια και στα ίδια οικεία χαμόγελα. Τρεις κι ο κούκος, δηλαδή, σε μία ανθρωπο-θάλασσα εκατομμυρίων. Όχι βέβαια κούκοι σαν κι εμάς, του συρμού. Παρά με χέρια τραχιά και πλατιά, ίδια με τα χέρια των ανθρώπων του μόχθου, φτυάριζαν τα σωθικά τους κι έδιναν, έδιναν τόσο, ώστε αναρωτιόμουν ( εγώ που γνώριζα μόνο να παίρνω ) : μα έχει ο άνθρωπος πια τόσο περίσσεμα στα στήθια του, τόσο ζυμάρι ;<br />
<br />
Φτάσαμε πλέον στο σημείο, όπου συγκρίνουμε τη βούρτσα με την πούτσα. Κι από τη μία ο κόσμος που γαμάει και δέρνει, από την άλλη ο κόσμος που γεννάει και τίκτει. Στήνεται από τη μία τ' ανθρώπινο υφαντό από χέρια καρτερικά, πληγιασμένα, ξηλώνεται απ' την άλλη από χέρια μανικιούρ. Κι ήταν εκεί, όπου κατάλαβα - καθώς διχαζόμουν κι αλληθώριζα, όπως όλοι - πως αν δε ματώσεις, αν δε στραγγίξουν οι δικές σου σάρκες, ψωμί να φας, ψωμί να μοιράσεις, ψωμί τέλος πάντων δε φτιάχνεις. Πάντα τις σάρκες των άλλων θα κανιβαλίζεις.<br />
<br />
Κι είπα " Να, αυτό πρέπει να κάνουμε! ". Πήρα, λοιπόν, το δίκοπο σουγιά κι έπιασα να τεμαχίζομαι σε λέξεις του πεταματού. Από τώρα και στο εξής θα πάψω να είμαι παρομοίωση. Θα πετιέμαι κι εγώ στα πεζοδρόμια, θα κείτομαι μέσα στη λέρα, κάτω από τις σκοτεινές μεταμεσονύχτιες γέφυρες, θα σέρνομαι στους οχετούς, δίπλα στ' αποτσίγαρα και στ' αδέρφια μου. Κι άμποτε σκάσει ετούτο το πλαστικό, γυαλιστερό κουκούλι, μια στο εκατομμύριο απ' τα σπλάχνα του, να γεννηθεί ένας αληθινός άνθρωπος.
Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-52524401840836208642017-06-13T15:04:00.000-07:002017-09-02T16:20:56.518-07:00Αυγανισμός #01Να κόβεις σα μολύβι ή να γράφεις σα μαχαίρι;Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-83558736848138140092011-08-03T13:42:00.000-07:002017-06-11T12:37:32.804-07:00Δε βγαίνει νόημα!Τελικά ποιος το γνωρίζει, να μου πει ‘τούτο μονάχα, αν δηλαδή οι λέξεις φτιάχτηκαν για να ενώνουν ή να χωρίζουν τους ανθρώπους ; Ποιος σατανάς εφηύρε τις κουβέντες, τα λόγια «τα σταράτα», τις γνώμες και τις συγγνώμες ; Ποιος διάολος βάλθηκε να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσά μας κι άφησε να ριζώσουν μες στα κεφάλια μας ορισμοί, αίτια κι αιτιατά κι άλλα ζιζάνια και μύκητες, εν πρώτοις ακίνδυνοι για το ανεκπαίδευτο μάτι ή μυαλό ; Σπάζει ο καθρέφτης κάθε πράγματος σε χίλια κομμάτια κι άλλο είδωλο λατρεύω εγώ, άλλο εσύ κι έτσι μιλώντας τεμαχιστά, πιάνει ο καθένας το δικό του αιχμηρό θραύσμα και το καρφώνουμε ο ένας στην καρωτίδα του άλλου, λες κι είναι η αλήθεια ενέσιμη κι εμείς οι φορείς του εμβολίου.<br />
<br />
Τα λέω τα πράγματα έτσι, γιατί κι εγώ σφαγμένος και σφάχτης αναρρώνω από κάποια μάχη πρόσφατη . Όπου πια ξέχασα να μιλώ - ή τι σημαίνει να μιλώ . Όπου είδα τούτες τις ψαλιδιές της αμφιβολίας να αποκόπτουν τα νήματα απ’ τα νοήματα κι όλες τις λέξεις να σωριάζονται - όχι στα πόδια μου, τουλάχιστον τότε θ’ αλάφρωνε λίγο το βάρος, αλλά στον τράχηλο, στους ώμους, στα ριζώματα του νωτιαίου μυελού . Είχα αναρτήσει πάνω τους – πάνω στις λέξεις εννοώ - μιαν ελάχιστη βεβαιότητα ύπαρξης, μια σιγουριά ότι κατώφλι σημαίνει κατώφλι, πως θάνατος σημαίνει θάνατος κι άλλους τέτοιους όμορφους αντιπερισπασμούς.<br />
<br />
Μα τώρα πια, με πόση χάρη αποδείξαμε το τέλος της αθωότητας, όταν σκαλίζαμε τα ολοστρόγγυλα αραβουργήματα στα τετράδια της πρώτης δημοτικού και προσμέναμε μαγεμένοι να μας αποκαλύψουν τους μυστικούς θησαυρούς της επικοινωνίας . Κατανοήσαμε πια ότι πρόκειται για μιαν επικοινωνία κατ’ επίφαση, κάθε λέξη και μια επιταγή που αποδείχτηκε ξεδιάντροπα ακάλυπτη . Η αυστηρότητα της μολυβένιας χαρακιάς, πάνω στο λευκό χαρτί, εξαντλούνταν τελικά στην αυστηρότητα του σχήματος κι όχι του νοήματος . Κάθε φορά που παλεύω να ξεχωρίσω το χρώμα της καλημέρας, νιώθω τη λέξη να λιώνει στ’ αυτί μου σαν ηχητικό καλειδοσκόπιο . Η καλημέρα δεν είναι πια μία, είναι χίλιες-μύριες καλημέρες : άλλες γλυκές σαν ζεστή σοκολάτα τις αισθάνεσαι να γλιστρούν στα σωθικά σου σαν αντι-γύρισμα αγκαλιάς, άλλες αδιάφορες σαν πικροδάφνες πεταμένες στα κράσπεδα κάποιας εθνικής οδού, υπάρχουν απλά για να υπάρχουν, άλλες παγερές τις νιώθεις να έρπουν στην πλάτη σου, όπως το μαχαίρι γλιστρά και βυθίζεται μέσα στο βούτυρο.<br />
<br />
Πιάνω απ’ τη μεριά μου να χτίσω γεφύρι, πιάνεις να χτίσεις κι εσύ απ’ τη δική σου . Δε λέω, γιοφύρια χτίζονται με πράξες, όχι με χρωματιστές ανάσες . Μ’ αυτό ακριβώς, ακόμα κι αν οι πράξες τούτες δε λείπουν, χρειάζεσαι κουβέντες να τις ντύσεις γιατί δε μάθαμε τη γύμνια και αισχυνόμαστε ή τη μπερδεύουμε με φτώχια – πόσο θλιβερό το τελευταίο . «Να», σου λέω, «το γιοφύρι που χτίζω για να σε πλησιάσω είναι πορφυρό» κι εσύ μου απαντάς για το δικό σου, που είναι βαθύ γαλάζιο και στο σημείο αυτό όλα μοιάζουν μαγικά (ή μαγεμένα) και γεμάτα υποσχέσεις αγγιγμάτων . Καθώς πλησιάζουμε, όμως, διακρίνω πως το γεφύρι σου δεν είναι βαθύ γαλάζιο μα ξεβαμμένο μπλε κι εσύ, όμοια, ανακαλύπτεις αντί του πορφυρού δικού μου, το καφετί της ώχρας . Στο σημείο αυτό, κοιταζόμαστε σαν άγνωστοι κι είναι το σημείο, που συνήθως παραπατούμε . Ξεχνούμε το γιοφύρι πίσω απ’ τα χρώματα . Για πάντα θα μας στοιχειώνει η σύγκριση μ’ εκείνη την αρχική, γαλάζια ή πορφυρή υπόσχεση.<br />
<br />
Η λέξη, αυτή η καταραμένη λέξη . Κάποτε, παιδί ακόμη, σκαρφάλωσες σ’ ένα ψηλό δέντρο κι έχτισες εκεί το παραμυθένιο σου κάστρο . Οι πολεμίστρες του ευώδιαζαν ρετσίνι, πίσω απ’ τα φυλλώματα έπαιζες με τα τζιτζίκια και μελετούσες ονείρατα . Για σένα το δέντρο ήταν σπίτι σου . Κάποτε, παιδί ακόμη, προσπάθησα να σκαρφαλώσω σ’ ένα δέντρο, μα γλίστρησα και πέρασα τους επόμενους μήνες στο νοσοκομείο, στο σπίτι, στη φυσιοθεραπεία . Για μένα το δέντρο ήταν εξορία, ήταν στοιχειό . Όταν μου μιλάς για δέντρα τρομάζω . Οργίζεσαι που δεν καταλαβαίνω . Προσπαθείς να μοιράσεις ευθύνες, θέλω μονο να καταλάβεις . Θίγεσαι . Μιλώ μόνο για το δέντρο, μα εσύ θαρρείς μιλώ για σένα . Οι λέξεις, οι λέξεις . Δίχως όρια, δίχως αιδώ, διαχέονται μέσα σε ό,τι μας ορίζει, σε ό,τι μας κάνει πιο ανθρώπινους . Σαν καρκινώματα, μεθίστανται από το ένα ζωτικό μας αίσθημα στο άλλο . Οι καρδιές μας καταρρέουν προσπαθώντας ν’ αγαπήσουν ορίζοντας, άρα χωρίζοντας . Αχ η λέξη, αυτή η καταραμένη λέξη, που σα μαχαίρι τεμαχίζει τα δάχτυλα που πασχίζουν να αγγίξουν, ένα το άλλο.<br />
<br />
Η λέξη, που δεν είναι απλά η λέξη . Η λέξη που δεν είσαι απλά εσύ . Η λέξη που είναι η μάνα σου και ο πατέρας σου . Η αυλή που μεγάλωσες, το πρώτο σου σχολείο . Οι βρωμικες πολυκατοικίες της γειτονιάς σου, τα κύματα που ζώνουν τη χώρα σου ή τα βράχια που τη στερεώνουν . Το αίμα που πότισε τα σπαρτά που σήμερα σε θρέφουν ή τα βιβλία . Η λέξη κι η γενιά της που κρατάει απ’ το χαρτί, που κρατάει απ’ τον πάπυρο, που κρατάει από μια χαραγματιά στην πέτρα . Να πολεμήσω τη λέξη δε μπορώ, ότι να πολεμήσω όλα τούτα πίσω της πρέπει . Άλλο δε μπορώ να κάνω όμως . Η πράξεις μου δεν στέκονται χωρίς τις λέξεις . Γιατί η πράξη μου γίνεται για κάποιο λόγο κι ο λόγος είναι λέξεις . Να πολεμήσω τη λέξη δε μπορώ, ότι να πολεμήσω τον εαυτό μου πρέπει, καταρχήν . Και κατόπιν τον Αλέξη, καθότι ως γνωστόν πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης . Όπερ έδει δείξαι και στ’ αρχίδια μου . Ευχαριστώ !Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-218256303806623632009-01-29T03:26:00.001-08:002017-06-11T12:38:02.863-07:00Φοβάμαι...<p>Έτσι φοβάμαι πως θα πεθάνω κάποτε: μονάχος, αυτοεξόριστος, έωλος.<br /><br />Μονάχος.<br /><br />Αυτό φοβάμαι, πως θα γείρω κάποια στιγμή νεκρός, πάνω στο πληκτρολόγιο, έχοντας εκπορνεύσει το βιος μου κι έχοντας κανιβαλίσει τα αποφάγια. Θα γείρω και θα καταρρεύσω, έτσι απλά, αφού δε θα υπάρχει πια να με στηρίξει ούτε λατρεία, ούτε απέχθεια καμιά. Και θα με βρουν, αργότερα, παγωμένο, κοιλιά επιμελώς διογκωμένη απ’ τη φιλεύσπλαχνη αποσύνθεση, ψίχουλα στα γένια, στο φανελάκι, λεκιασμένα εσώρουχα, ρυπαρό και γλοιώδη.<br /><br />Αλλά, προπάντων, θα με βρουν μόνο. Με το δείκτη μετέωρο, ένα ψυχορράγητο κλικ μακριά από την αγάπη. Πεθαίνοντας, όπως ακριβώς αγάπησα: φοβισμένα, ηδονοβλεπτικά, παράνομα. Δίχως πνευματικά δικαιώματα, δίχως έγκριση ποτέ. <br /><br />Έτσι, ακριβώς, φοβάμαι πως θα πεθάνω: ξεπουλημένος, σακάτης, πρόστυχος. Ένας πορνόγερος, που θα επιδεικνύεται ξεδιάντροπα στις νοσοκόμες, στο δρόμο, στα μικρά παιδιά. <br /><br />Ή πάλι, ίσως σβήσω άξαφνα, με μια γελοία γκριμάτσα τρόμου, απανθρακωμένος μπροστά στον υπολογιστή μου. Με το δεξί μου χέρι τεταμένο μπροστά (στο ποντίκι) και το αριστερό κολλημένο στο πλευρό (πληκτρολόγιο), θα μοιάζω με νεκρό Καραγκιόζη. Στη ματιά μου, το μόνο που θα θυμίζει πλέον τη σπαταλημένη ζωή, η νεκρική φωταύγεια της οθόνης, ο απόηχος. Κι ένα διακριτικό μήνυμα, που θ’ αναβοσβήνει μαυλιστικά στο περιθώριο, θα με ξεπροβοδίζει επικριτικά, μάταια προειδοποιώντας με για την ορθογραφία μιας αδιάφορης πια λέξης.</p>Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-11723269645828044862009-01-12T17:57:00.001-08:002017-06-12T13:59:37.020-07:00Ο ύπνος του δικαίου...
Και, ξαφνικά, ξημερώνει ένα πρωί, που η γη σιγο-τρέμει και στον αέρα πλανιέται οσμή από ανθρώπινο αίμα. Ανοίγεις τα μάτια ανήσυχος, μα δεν καταλαβαίνεις: το ξυπνητήρι είναι κατηγορηματικά ρυθμισμένο για τον επόμενο αιώνα. Αφουγκράζεσαι την ατμόσφαιρα αγουροξυπνημένος, τεντώνοντας το λαιμό σου, σαν αξιοθρήνητη χελώνα. Ξεχωρίζεις βιαστικά βήματα στους δρόμους, απόηχους κραυγών κι ίσως μακρινούς πυροβολισμούς. Ρίγη τοξικής δειλίας σε διαπερνούν. Ασφυκτιάς από τη μπόχα σου, μα πάλι δε τολμάς! Βουλιάζεις... Βουλιάζεις, όλο και βαθύτερα, μες το πουπουλένιο σου σάβανο.<br />
<br />
Όμως, κάποτε οι φωνές πλησιάζουν! Πλησιάζουν τόσο, ώστε νιώθεις δόντια να κροταλίζουν πίσω απ’ την πόρτα σου! Φωνές που ορθώνονται γύρω σου εκκωφαντικές! Όλο και περισσότερες! Όλο και πιο άγριες! Σε καλούν να ξυπνήσεις! Σε προκαλούν! Μα εσύ κουκουλώνεσαι με τη κουβέρτα, τρίβεις τα μπούτια σου και μυξοκλαίς «Όχι, όχι ακόμη! Πέντε λεπτά, σας παρακαλώ! Πέντε λεπτά ακόμη και σηκώνομαι»! Και τα πέντε λεπτά γίνονται ώρες, οι ώρες γίνονται ημέρες, χρόνια κι η ζωή σου τελειώνει στο ίδιο αυτό κρεβάτι. Θα σε βρουν κάποτε, τυλιγμένο σε συσκευασία αποσυντεθειμένου εμβρύου, με το κεφάλι χωμένο μέσα στον ίδιο σου τον κώλο, όπου λίγο πριν πεθάνεις θα αναζητούσες μάλλον το τηλεκοντρόλ, ίσως πάλι μιαν αφορμή να ζήσεις. Θα σε ανακαλύψουν από την αποφορά των ίδιων σου των περιττωμάτων. Τόσο που αγαπούσες τον εαυτό σου, δεν άντεχες ούτε τη βρωμιά σου να αποχωριστείς!<br />
<br />
Οι γείτονες θα διαφημίζουν καταβεβλημένοι τη φρίκη τους, από κανάλι σε κανάλι, πως ήσουν καλός άνθρωπος – μα λίγο ιδιόρρυθμος – και τα σχετικά για το που έχει φτάσει η κοινωνία μας. Πάει να πει, η κοινωνία των άλλων, αφού οι ίδιοι δεν κοινώνησαν παρά κουφάρια. Θα σε ακρωτηρίαζαν, ευχαρίστως, σαν το μετανάστη στο φανάρι, αν δεν ταίριαζε η απόχρωση της πείνας σου με τα καινούργια τους λουστρίνια. Έπειτα, κοιτάζοντας καχύποπτα στο βάθος του δρόμου ή τη γωνία – καθώς ο αντίλαλος μιας αφυπνισμένης οργής θα κλιμακώνεται, ολοένα και πιο σιμά - θα σφαλίσουν ξανά τις πόρτες τους και θα επιστρέψουν, με τη σειρά τους, στα δικά τους κρεβάτια. Θα σφραγίσουν ερμητικά τα πατζούρια – καθότι το πολύ φως πάντοτε τους ενοχλούσε – και θα πάψουν να σκέφτονται, μονάχα θα ονειρεύονται. Θα ονειρεύονται πως είναι ξύπνιοι κι άλλους ωραίους εφιάλτες, αποστειρωμένους και θρεπτικούς. Θα πέθαιναν, αν ήταν δέον της κοινωνικής τους υπόστασης. Αλλά κι αυτός ο θάνατος απαιτεί μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Κι εκεί, πάνω στο γλυκό κάρωμα της αυταρέσκειας, μια κραυγή θα σαρώσει τις στέγες κι ο κόσμος ολόκληρος θα καταρρεύσει πάνω από τα κρεβάτια τους. Θα σβήσουν ήσυχα, ανώδυνα. Σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει. Κι έπειτα η σιγή του θανάτου. Έπειτα, η γη θα θρηνήσει για σαράντα ημέρες ή αιώνες τα χαμένα της παιδιά.<br />
<br />
<a href="http://4.bp.blogspot.com/_xnf_rKRoaNY/SWv1MdIhlvI/AAAAAAAAAbI/bvtrWtI1fRs/s1600-h/ChildrenOnTank_s.jpg" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img alt="" border="0" height="213" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5290591781604398834" src="https://4.bp.blogspot.com/_xnf_rKRoaNY/SWv1MdIhlvI/AAAAAAAAAbI/bvtrWtI1fRs/s320/ChildrenOnTank_s.jpg" style="margin: 0px 10px 10px 0px;" width="320" /></a>Όμως, στο τέλος του θρήνου, όσοι θα βρίσκονται στους δρόμους – οι λυτρωμένοι – θ’ αφήσουν το τουφέκι απ’ το χέρι, θ’ αφήσουν τους νεκρούς αδερφούς, τους γονείς πίσω. Όχι χωρίς θλίψη, μα έτσι θα πρέπει, πίσω να μείνουν όλα! Πάνω στα ερείπια, να σπείρουν και να ποτίσουν σπιτικά. Πάνω στους νεκρούς, να σπείρουν και να ποτίσουν ζωντανούς. Πάνω στα αποκαΐδια να σπείρουν και να ποτίσουν εστίες. Κι όταν τα λιγοστά σπόρια σωθούν, ν’ αποσυρθούν θα πρέπει κι αυτοί οι ίδιοι! Σε μια γωνιά να σβήσουν, να καθαρίσει για πάντα αυτή η πανούκλα, του παλαιού Ανθρώπου! Κι όταν θα δώσει ο καρπός, αδερφέ μου – αχ, αν θελήσει να δώσει ξανά αυτή σπορά – τότε να δεις… τότε να δεις πως θ’ αντηχήσουν τα θεμέλια ξανά... πως θα ραγίσει το στερέωμα από το γέλιο το πρώτο, τον έρωτα… Αλλά εσύ, εγώ… εμείς, βέβαια, θα είμαστε απόντες…<br />
<br />Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-72953081690054562432009-01-12T17:44:00.000-08:002017-06-12T14:02:09.835-07:00Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω!
Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω! Κουράστηκα! Κι αν αύριο, τα βήματα του θανάτου προϋπαντούσα κάθιδρος, θρυμματισμένος από τον τρόμο στο κατώφλι, σχίζοντας τα μάγουλά μου από την αναμασημένη απελπισία, θα ‘ταν αυτό το ευχαριστώ μου. Θα ‘ταν μια κάποια λύτρωση. Γιατί μετρώντας και ξαναμετρώντας την ύπαρξη ετούτη, δε λέει να τη χωρέσει ο νους μου. Τι τα θες; Μια βγαίνω λειψός, μια περισσεύω. Μια γωνιά ‘δω πάνω, μια κώχη να χωρέσω, να ξαποστάσω, πουθενά! Είναι κι αυτό, βλέπεις, πως φοβάμαι φίλε μου την αγκαλιά. Φοβάμαι πως θα διαρραγώ σε λυγμούς, γιατί κάθε που μ’ αγγίζουν αναθυμούμαι ξαφνικά πως υπάρχω...<br />
<br />
<a href="http://4.bp.blogspot.com/_xnf_rKRoaNY/SWvzCnTgJyI/AAAAAAAAAbA/aq2qjd0lmKU/s1600-h/Gaza.jpg" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img alt="" border="0" height="216" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5290589413512849186" src="https://4.bp.blogspot.com/_xnf_rKRoaNY/SWvzCnTgJyI/AAAAAAAAAbA/aq2qjd0lmKU/s320/Gaza.jpg" style="margin: 0px 10px 10px 0px;" width="320" /></a>Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω! Όχι, δεν το θέλω ν’ αγαπώ! Γιατί κι εσείς, λατρεμένοι της ζωής μου, τόσο φτηνό είναι το αίμα σας, που σχεδόν τσάμπα το περισυλλέγω στις αγορές του Κόσμου. Κι αυτό δεν το αντέχω! Αχ καλέ μου Βάρναλη! Τα σκουλήκια δεν πεθαίνουν διαμελισμένα σε μιαν αγορά του Κοσόβου, απανθρακωμένα σ’ ένα λεωφορείο στο Ιρακ ή στη Γάζα, αιμορραγώντας κάτω από συντρίμμια ενός χαμόσπιτου! Τα σκουλήκια δεν πεθαίνουν στη Σομαλία, μ’ ένα κατσαβίδι καρφωμένο στην καρωτίδα, πνιγμένα από το ίδιο τους το αίμα! Δεν ψυχορραγούν στις ασπαίρουσες αγκαλιές άλλων σκουληκιών, σε ασθενοφόρα που αναδίδουν εκκωφαντική την αποφορά της επερχόμενης ήττας ή σε χειρουργεία αποστειρωμένα από τους ήχους του δρόμου ή την ελπίδα.<br />
<br />
Απόκαμα πια! Μα δεν το βλέπετε, λοιπόν; Δε βλέπετε τους φίλους σας να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, παιδιά που είναι ήδη νεκρά κάπου στη γης; Ποιο χαμόγελο θα γείρει υπέρ μας την πλάστιγγα του θανάτου, τη σφοδρότητα του φονικού που μας καταπίνει; Ποια μάνα μπορεί να σηκώσει νεκρό παιδί, δίχως να καταρρεύσει ο καθρέφτης του κόσμου σε θρύψαλα; Ποιος πατέρας, δίχως να λυγίσουν τα μπράτσα του απ' την ανημπόρια, απ' το παμφάγο σαρκασμό του φρεσκοσκαμμένου χώματος; Πόση υπομονή, λοιπόν; Πόση αγάπη χρειάζεται για να σταθούμε τίμιοι, απέναντι στο μαχαίρι που μας σαρώνει; Πόσο μίσος αντέχουν τα τοιχώματα της καρδιάς μας, προτού γίνουμε εμείς το μαχαίρι;<br />
<br />
Όχι, όχι, αδερφοί μου! Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το σηκώνω! Ανάμεσα στον Άνθρωπο και το σκουλήκι, χίλιες φορές το τελευταίο! Χίλιες φορές, το σκουλήκι διαλέγω! Δεν το μπορεί, ο Άνθρωπος, να σηκώσει τον Κόσμο κι όμως πρέπει. Δεν το μπορεί, το σκουλήκι, να σηκώσει τον Κόσμο, μα δε χρειάζεται. Έτσι δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα, να προσμένω μόνο κάποια φτέρνα...Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7873143352847138958.post-72712129721076005962009-01-03T09:22:00.000-08:002017-06-11T12:41:05.931-07:00345 συν πλην...Είναι που ο αριθμός των νεκρών λένε πως ξεπερνά τους τριακόσιους σαράντα πέντε. Και σκέφτομαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε; Το Σάββατο, πέθανε ακόμη ο πατέρας του φίλου μου. Και σκέφτομαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα έξι κι ο πατέρας του φίλου μου ζούσε; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε; Ανάμεσα στους θανάτους και στο θάνατο καταβροχθίζω ένα σάντουιτς, τυρί, ζαμπόν κι ένα μικρό, διαμελισμένο αγόρι. Το σώμα θριαμβεύει σαρκαστικά, ανενδοίαστα, καθώς χωνεύει εξίσου το ανεπαρκές δάκρυ ή τα οπίσθια της ενοχής που περπατάει μπροστά μου. Τρέμω απ’ το κρύο κι από τη σκέψη πως εγώ ακόμη ζω. Τι σημαίνει «ζω»; Τι σημαίνει «ακόμη»; Τι σημαίνει «σημαίνει»; Το βράδυ, σα θα μείνω μόνος, σα θα με περικυκλώσει ο θάνατος από παντού, οχυρωμένος πίσω απ’ τους νευρώνες και το παχύ μου έντερο, θα μελετήσω ξανά τη σκηνή του φινάλε και την ατάκα που πρέπει ν’ απαγγείλω κλαίγοντας. Φαντάσματα θα ξεπροβάλλουν απ’ τα νεκρικά μου βιβλία, τις ναφθαλίνες, τις κόγχες των οφθαλμών μου, κι ενθουσιασμένα απ’ την εξαιρετική ερμηνεία θα με χειροκροτούν καθώς θα αιμορραγώ μέχρι θανάτου. Όμως εγώ, το μόνο που γύρεψα είναι ένας ορισμός της ζωής. Ανοίγω την τηλεόραση και στο λήμμα «απανθρακωμένο πτώμα» βρίσκω μια φωτογραφία της αδερφής μου. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη απ’ τους γονείς μου, γιατί γεννήθηκα. Θέλω να τους χαρίσω εκείνη τη μικρή, τσιμεντένια προκυμαία, μ' εκείνη την πεισιθάνατη, παιδική αγκαλιά, καταμεσίς στο στήθος.<br /><br />Είναι που ο αριθμός των νεκρών λένε πως ξεπερνά τους τριακόσιους σαράντα πέντε. Και αναρωτιέμαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις κι εγώ μια πέτρα του δρόμου, κι εγώ σκόνη στα παπούτσια των μαθητών; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε;Κόλλας Αντώνηςhttp://www.blogger.com/profile/01640131282164341836noreply@blogger.com0