345 συν πλην...

Είναι που ο αριθμός των νεκρών λένε πως ξεπερνά τους τριακόσιους σαράντα πέντε. Και σκέφτομαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε; Το Σάββατο, πέθανε ακόμη ο πατέρας του φίλου μου. Και σκέφτομαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα έξι κι ο πατέρας του φίλου μου ζούσε; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε; Ανάμεσα στους θανάτους και στο θάνατο καταβροχθίζω ένα σάντουιτς, τυρί, ζαμπόν κι ένα μικρό, διαμελισμένο αγόρι. Το σώμα θριαμβεύει σαρκαστικά, ανενδοίαστα, καθώς χωνεύει εξίσου το ανεπαρκές δάκρυ ή τα οπίσθια της ενοχής που περπατάει μπροστά μου. Τρέμω απ’ το κρύο κι από τη σκέψη πως εγώ ακόμη ζω. Τι σημαίνει «ζω»; Τι σημαίνει «ακόμη»; Τι σημαίνει «σημαίνει»; Το βράδυ, σα θα μείνω μόνος, σα θα με περικυκλώσει ο θάνατος από παντού, οχυρωμένος πίσω απ’ τους νευρώνες και το παχύ μου έντερο, θα μελετήσω ξανά τη σκηνή του φινάλε και την ατάκα που πρέπει ν’ απαγγείλω κλαίγοντας. Φαντάσματα θα ξεπροβάλλουν απ’ τα νεκρικά μου βιβλία, τις ναφθαλίνες, τις κόγχες των οφθαλμών μου, κι ενθουσιασμένα απ’ την εξαιρετική ερμηνεία θα με χειροκροτούν καθώς θα αιμορραγώ μέχρι θανάτου. Όμως εγώ, το μόνο που γύρεψα είναι ένας ορισμός της ζωής. Ανοίγω την τηλεόραση και στο λήμμα «απανθρακωμένο πτώμα» βρίσκω μια φωτογραφία της αδερφής μου. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη απ’ τους γονείς μου, γιατί γεννήθηκα. Θέλω να τους χαρίσω εκείνη τη μικρή, τσιμεντένια προκυμαία, μ' εκείνη την πεισιθάνατη, παιδική αγκαλιά, καταμεσίς στο στήθος.

Είναι που ο αριθμός των νεκρών λένε πως ξεπερνά τους τριακόσιους σαράντα πέντε. Και αναρωτιέμαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις κι εγώ μια πέτρα του δρόμου, κι εγώ σκόνη στα παπούτσια των μαθητών; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: