Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω!

Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω! Κουράστηκα! Κι αν αύριο, τα βήματα του θανάτου προϋπαντούσα κάθιδρος, θρυμματισμένος από τον τρόμο στο κατώφλι, σχίζοντας τα μάγουλά μου από την αναμασημένη απελπισία, θα ‘ταν αυτό το ευχαριστώ μου. Θα ‘ταν μια κάποια λύτρωση. Γιατί μετρώντας και ξαναμετρώντας την ύπαρξη ετούτη, δε λέει να τη χωρέσει ο νους μου. Τι τα θες; Μια βγαίνω λειψός, μια περισσεύω. Μια γωνιά ‘δω πάνω, μια κώχη να χωρέσω, να ξαποστάσω, πουθενά! Είναι κι αυτό, βλέπεις, πως φοβάμαι φίλε μου την αγκαλιά. Φοβάμαι πως θα διαρραγώ σε λυγμούς, γιατί κάθε που μ’ αγγίζουν αναθυμούμαι ξαφνικά πως υπάρχω...

Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω! Όχι, δεν το θέλω ν’ αγαπώ! Γιατί κι εσείς, λατρεμένοι της ζωής μου, τόσο φτηνό είναι το αίμα σας, που σχεδόν τσάμπα το περισυλλέγω στις αγορές του Κόσμου. Κι αυτό δεν το αντέχω! Αχ καλέ μου Βάρναλη! Τα σκουλήκια δεν πεθαίνουν διαμελισμένα σε μιαν αγορά του Κοσόβου, απανθρακωμένα σ’ ένα λεωφορείο στο Ιρακ ή στη Γάζα, αιμορραγώντας κάτω από συντρίμμια ενός χαμόσπιτου! Τα σκουλήκια δεν πεθαίνουν στη Σομαλία, μ’ ένα κατσαβίδι καρφωμένο στην καρωτίδα, πνιγμένα από το ίδιο τους το αίμα! Δεν ψυχορραγούν στις ασπαίρουσες αγκαλιές άλλων σκουληκιών, σε ασθενοφόρα που αναδίδουν εκκωφαντική την αποφορά της επερχόμενης ήττας ή σε χειρουργεία αποστειρωμένα από τους ήχους του δρόμου ή την ελπίδα.

Απόκαμα πια! Μα δεν το βλέπετε, λοιπόν; Δε βλέπετε τους φίλους σας να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, παιδιά που είναι ήδη νεκρά κάπου στη γης; Ποιο χαμόγελο θα γείρει υπέρ μας την πλάστιγγα του θανάτου, τη σφοδρότητα του φονικού που μας καταπίνει; Ποια μάνα μπορεί να σηκώσει νεκρό παιδί, δίχως να καταρρεύσει ο καθρέφτης του κόσμου σε θρύψαλα; Ποιος πατέρας, δίχως να λυγίσουν τα μπράτσα του απ' την ανημπόρια, απ' το παμφάγο σαρκασμό του φρεσκοσκαμμένου χώματος; Πόση υπομονή, λοιπόν; Πόση αγάπη χρειάζεται για να σταθούμε τίμιοι, απέναντι στο μαχαίρι που μας σαρώνει; Πόσο μίσος αντέχουν τα τοιχώματα της καρδιάς μας, προτού γίνουμε εμείς το μαχαίρι;

Όχι, όχι, αδερφοί μου! Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το σηκώνω! Ανάμεσα στον Άνθρωπο και το σκουλήκι, χίλιες φορές το τελευταίο! Χίλιες φορές, το σκουλήκι διαλέγω! Δεν το μπορεί, ο Άνθρωπος, να σηκώσει τον Κόσμο κι όμως πρέπει. Δεν το μπορεί, το σκουλήκι, να σηκώσει τον Κόσμο, μα δε χρειάζεται. Έτσι δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα, να προσμένω μόνο κάποια φτέρνα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: