Ο ύπνος του δικαίου...

Και, ξαφνικά, ξημερώνει ένα πρωί, που η γη σιγο-τρέμει και στον αέρα πλανιέται οσμή από ανθρώπινο αίμα. Ανοίγεις τα μάτια ανήσυχος, μα δεν καταλαβαίνεις: το ξυπνητήρι είναι κατηγορηματικά ρυθμισμένο για τον επόμενο αιώνα. Αφουγκράζεσαι την ατμόσφαιρα αγουροξυπνημένος, τεντώνοντας το λαιμό σου, σαν αξιοθρήνητη χελώνα. Ξεχωρίζεις βιαστικά βήματα στους δρόμους, απόηχους κραυγών κι ίσως μακρινούς πυροβολισμούς. Ρίγη τοξικής δειλίας σε διαπερνούν. Ασφυκτιάς από τη μπόχα σου, μα πάλι δε τολμάς! Βουλιάζεις... Βουλιάζεις, όλο και βαθύτερα, μες το πουπουλένιο σου σάβανο.

Όμως, κάποτε οι φωνές πλησιάζουν! Πλησιάζουν τόσο, ώστε νιώθεις δόντια να κροταλίζουν πίσω απ’ την πόρτα σου! Φωνές που ορθώνονται γύρω σου εκκωφαντικές! Όλο και περισσότερες! Όλο και πιο άγριες! Σε καλούν να ξυπνήσεις! Σε προκαλούν! Μα εσύ κουκουλώνεσαι με τη κουβέρτα, τρίβεις τα μπούτια σου και μυξοκλαίς «Όχι, όχι ακόμη! Πέντε λεπτά, σας παρακαλώ! Πέντε λεπτά ακόμη και σηκώνομαι»! Και τα πέντε λεπτά γίνονται ώρες, οι ώρες γίνονται ημέρες, χρόνια κι η ζωή σου τελειώνει στο ίδιο αυτό κρεβάτι. Θα σε βρουν κάποτε, τυλιγμένο σε συσκευασία αποσυντεθειμένου εμβρύου, με το κεφάλι χωμένο μέσα στον ίδιο σου τον κώλο, όπου λίγο πριν πεθάνεις θα αναζητούσες μάλλον το τηλεκοντρόλ, ίσως πάλι μιαν αφορμή να ζήσεις. Θα σε ανακαλύψουν από την αποφορά των ίδιων σου των περιττωμάτων. Τόσο που αγαπούσες τον εαυτό σου, δεν άντεχες ούτε τη βρωμιά σου να αποχωριστείς!

Οι γείτονες θα διαφημίζουν καταβεβλημένοι τη φρίκη τους, από κανάλι σε κανάλι, πως ήσουν καλός άνθρωπος – μα λίγο ιδιόρρυθμος – και τα σχετικά για το που έχει φτάσει η κοινωνία μας. Πάει να πει, η κοινωνία των άλλων, αφού οι ίδιοι δεν κοινώνησαν παρά κουφάρια. Θα σε ακρωτηρίαζαν, ευχαρίστως, σαν το μετανάστη στο φανάρι, αν δεν ταίριαζε η απόχρωση της πείνας σου με τα καινούργια τους λουστρίνια. Έπειτα, κοιτάζοντας καχύποπτα στο βάθος του δρόμου ή τη γωνία – καθώς ο αντίλαλος μιας αφυπνισμένης οργής θα κλιμακώνεται, ολοένα και πιο σιμά - θα σφαλίσουν ξανά τις πόρτες τους και θα επιστρέψουν, με τη σειρά τους, στα δικά τους κρεβάτια. Θα σφραγίσουν ερμητικά τα πατζούρια – καθότι το πολύ φως πάντοτε τους ενοχλούσε – και θα πάψουν να σκέφτονται, μονάχα θα ονειρεύονται. Θα ονειρεύονται πως είναι ξύπνιοι κι άλλους ωραίους εφιάλτες, αποστειρωμένους και θρεπτικούς. Θα πέθαιναν, αν ήταν δέον της κοινωνικής τους υπόστασης. Αλλά κι αυτός ο θάνατος απαιτεί μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Κι εκεί, πάνω στο γλυκό κάρωμα της αυταρέσκειας, μια κραυγή θα σαρώσει τις στέγες κι ο κόσμος ολόκληρος θα καταρρεύσει πάνω από τα κρεβάτια τους. Θα σβήσουν ήσυχα, ανώδυνα. Σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει. Κι έπειτα η σιγή του θανάτου. Έπειτα, η γη θα θρηνήσει για σαράντα ημέρες ή αιώνες τα χαμένα της παιδιά.

Όμως, στο τέλος του θρήνου, όσοι θα βρίσκονται στους δρόμους – οι λυτρωμένοι – θ’ αφήσουν το τουφέκι απ’ το χέρι, θ’ αφήσουν τους νεκρούς αδερφούς, τους γονείς πίσω. Όχι χωρίς θλίψη, μα έτσι θα πρέπει, πίσω να μείνουν όλα! Πάνω στα ερείπια, να σπείρουν και να ποτίσουν σπιτικά. Πάνω στους νεκρούς, να σπείρουν και να ποτίσουν ζωντανούς. Πάνω στα αποκαΐδια να σπείρουν και να ποτίσουν εστίες. Κι όταν τα λιγοστά σπόρια σωθούν, ν’ αποσυρθούν θα πρέπει κι αυτοί οι ίδιοι! Σε μια γωνιά να σβήσουν, να καθαρίσει για πάντα αυτή η πανούκλα, του παλαιού Ανθρώπου! Κι όταν θα δώσει ο καρπός, αδερφέ μου – αχ, αν θελήσει να δώσει ξανά αυτή σπορά – τότε να δεις… τότε να δεις πως θ’ αντηχήσουν τα θεμέλια ξανά... πως θα ραγίσει το στερέωμα από το γέλιο το πρώτο, τον έρωτα… Αλλά εσύ, εγώ… εμείς, βέβαια, θα είμαστε απόντες…

Δεν υπάρχουν σχόλια: