ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ - Μικρές ιστορίες για πέταμα [#01]

Αν τα πεζοδρόμια είχανε στόμα να μιλήσουν, θα μας έλεγαν καταρχάς να μη τα φτύνουμε και κατά δεύτερο λόγο να τα σκουπίζουμε συχνότερα. Θα μας έλεγαν, επίσης, ένα σωρό σκοτεινές ιστορίες, από το πλην άπειρο των ανθρώπων.

Μπήκαμε ήδη για τα καλά στην εποχή του γυμνοσάλιαγκα. Τα μεζεδοπωλεία έχουνε πια ρίξει τα τελευταία τους φθινοπωρινά φυλλάδια κι ένα παχύ στρώμα μπίχλας και σαβούρας, ταμπουρωμένο στις κώχες απ' τα κράσπεδα, κουτσομπολεύει τον κοσμάκη που περνάει. Το ανθρωπομάνι ετούτο έχει κατακλύσει τα γνώριμα άλλοθι της ανίας κι οι χοντρές κωλάρες εδραιώθηκαν ξανά στα δάση από καρέκλες, πατικωμένες μία δίπλα στην άλλη με χάρη, όπως οι κουράδες στους βόθρους.

Δεν ξέρεις πια τι είναι πρέπον : να κλάψεις, να γελάσεις, να ξεράσεις ; Γύρω άνθρωποι δίχως μάτια, στόματα ή μυελό των οστών ∙ μονάχα πανάκριβα εντόσθια.

Μια παρέα, στην είσοδο ενός υπονόμου, παραγγέλνει μπύρες και τον κωδικό του wi-fi. Στην άκρη, δυο ηλικιωμένες κατσαρίδες αναμετρώνται μ' ένα παρόν παντελώς ξένο κι αποσυντίθενται πάνω στην προσπάθεια. Ένα ζευγάρι χαμουρεύεται πλάι σ' ένα πεταμένο στρώμα, ξεχαρβαλωμένο και λερό - πιο 'κει, ένας οδηγός, περιμένοντας το φανάρι, αυνανίζεται παρέα τους. Μια οικογένεια καταβροχθίζει μιαν άλλη οικογένεια, μέσα σ' έναν κάδο ανακύκλωσης. Από πάνω τους, ένα γκαρσόνι παλεύει να κλείσει το καπάκι - το αφεντικό φοβάται μήπως φανούν τα παρασκήνια. Στο ρόλο του κομπάρσου, ο γραφικός ανάπηρος. Παλεύει να διασχίσει τα παρκαρισμένα τραπεζάκια, μα είναι σχεδόν αόρατος, γιατί ζει στον κόσμο των ανάπηρων - κάπου ενενήντα μοίρες γωνία, από τα βλέμματα. Σαν βλέπει πως δεν τα καταφέρνει, σηκώνεται, μεταμφιέζεται σε δεκαπεντάχρονη, που με τη σειρά της μεταμφιέζεται σε πόρνη. Είναι ο μόνος έρωτας, που τη δίδαξαν να περιμένει. Γλιστράει πια με άνεση, ανάμεσα σε βλέμματα και μασέλες.

Θα 'λεγε κανείς πως η αδιαφορία κι η ασυδοσία είναι κάποιο είδος ανεξερεύνητου, φυσικού περιβάλλοντος. Χαζεύοντας και συγκρίνοντας το πλήθος με τα σκουπίδια, αναρωτιέται κανείς - πολύ τίμια - μην είναι τα τελευταία περισσότερο άνθρωποι απ' τους ανθρώπους. Κι είπα "μακάρι". Στο κάτω-κάτω, θα 'ταν η χαρά διπλάσια, να ποδοπατούμε κάτι που ψυχορραγεί, παρά το άψυχο. Αλλά τα σκουπίδια δεν είναι άνθρωποι κι έτσι μένει, μονάχα, να εξετάσουμε μην είναι οι άνθρωποι σκουπίδια.

Για φαντάσου... ετούτο το βαρετό, τραυματισμένο πλήθος είναι οι συνοδοιπόροι μας, είναι τα πρόσωπα που έλαχε να μοιραστούμε τη διαδρομή της τρέλας. Κι όμως, κανείς τους δε μοιάζει να πηγαίνει πουθενά. Οι περισσότεροι δίνουν την εντύπωση πως έχουν ήδη φτάσει - το πιο πιθανό στο θάνατό τους. Και τις λίγες φορές, σαν αναζήτησα ανθρώπους αντί για ζόμπι, σκόνταφτα πάντα στα ίδια και στα ίδια οικεία χαμόγελα. Τρεις κι ο κούκος, δηλαδή, σε μία ανθρωπο-θάλασσα εκατομμυρίων. Όχι βέβαια κούκοι σαν κι εμάς, του συρμού. Παρά με χέρια τραχιά και πλατιά, ίδια με τα χέρια των ανθρώπων του μόχθου, φτυάριζαν τα σωθικά τους κι έδιναν, έδιναν τόσο, ώστε αναρωτιόμουν ( εγώ που γνώριζα μόνο να παίρνω ) : μα έχει ο άνθρωπος πια τόσο περίσσεμα στα στήθια του, τόσο ζυμάρι ;

Φτάσαμε πλέον στο σημείο, όπου συγκρίνουμε τη βούρτσα με την πούτσα. Κι από τη μία ο κόσμος που γαμάει και δέρνει, από την άλλη ο κόσμος που γεννάει και τίκτει. Στήνεται από τη μία τ' ανθρώπινο υφαντό από χέρια καρτερικά, πληγιασμένα, ξηλώνεται απ' την άλλη από χέρια μανικιούρ. Κι ήταν εκεί, όπου κατάλαβα - καθώς διχαζόμουν κι αλληθώριζα, όπως όλοι - πως αν δε ματώσεις, αν δε στραγγίξουν οι δικές σου σάρκες, ψωμί να φας, ψωμί να μοιράσεις, ψωμί τέλος πάντων δε φτιάχνεις. Πάντα τις σάρκες των άλλων θα κανιβαλίζεις.

Κι είπα " Να, αυτό πρέπει να κάνουμε! ". Πήρα, λοιπόν, το δίκοπο σουγιά κι έπιασα να τεμαχίζομαι σε λέξεις του πεταματού. Από τώρα και στο εξής θα πάψω να είμαι παρομοίωση. Θα πετιέμαι κι εγώ στα πεζοδρόμια, θα κείτομαι μέσα στη λέρα, κάτω από τις σκοτεινές μεταμεσονύχτιες γέφυρες, θα σέρνομαι στους οχετούς, δίπλα στ' αποτσίγαρα και στ' αδέρφια μου. Κι άμποτε σκάσει ετούτο το πλαστικό, γυαλιστερό κουκούλι, μια στο εκατομμύριο απ' τα σπλάχνα του, να γεννηθεί ένας αληθινός άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: