ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ - Μικρές ιστορίες για πέταμα [#03]

[ Ιανουάριος 2017]

Χριστούγεννα (τα) = Σύνθετη λέξη. Πρώτο συνθετικό, η αβάσταχτη ανία των χορτάτων. Δεύτερο, η μελαγχολία μιας εκβιασμένης υπόσχεσης. Στους αιώνες των ανθρώπων, δεν πρέπει να 'χουν υπάρξει γενιές άλλες - από τις δυο-τρεις τελευταίες - με ζωές όμοια λιπαρές, χαραμισμένες στη ματαιότητα και στην πλαστικούρα. Αν κοιτάξει κανείς γύρω του, βλέπει μυαλά τόσο παχύσαρκα, ώστε οι σβέρκοι θα 'πρεπε να 'χαν τσακιστεί στα δύο. Ζωές άχρηστες και τόσο μάταιες, πεταμένες με τέτοιαν αστοχασιά, εδώ κι εκεί, ώστε αν τύχει και ξεστρατίσεις σε κάποιο κοιμητήριο, από αφηρημάδα, ζήτημα να καταλάβεις τη διαφορά. Και τα παιδιά μας, κι εκείνα κατ' εικόνα κι ομοίωση. Έχεις προσέξει ποτέ παιδί με γεμάτο στομάχι, μπροστά σε γιορτινή βιτρίνα; Δεν καθρεφτίζεται τίποτα ∙ ούτε στη βιτρίνα, ούτε στο παιδί.

Ο χορτάτος πίθηκος, ωστόσο, έχει εκπαιδευτεί καλά σε τέτοιες εξισώσεις. Στους ζωολογικούς κήπους, όπου ζούμε λεύτερα, βρήκαμε στην επανάληψη το τέλειο καταφύγιο του μαλάκα. Μέσω της ίδιας και της ίδιας εορταστικής φλυαρίας, προσμένουμε και φέτος μήπως αλλάξει κάτι. Μέσα στους παραμυθένιους τενεκέδες, στα πολύχρωμα σκουπίδια, ψαχουλεύουμε μια τζούρα ευτυχίας, μια φέτα δαγκωμένη, ας είναι ένα-δυο ψίχουλα. Κι αφού ο Έρωτας δε δωρίζεται, παρά κερδίζεται, ψάξε-ψάξε ελπίζουμε τουλάχιστον σ' έναν άλφα οργασμό, σ' ένα κοκορέτσι βρε αδερφέ. Στο τέλος, βυθιζόμαστε στο λήθαργο του ανθρώπου που χωνεύει τα σωθικά του, λες και κατέκτησε το Έβερεστ της αυθεντικότητας, κι έπειτα του χρόνου πάλι. Παραφουσκωμένοι με κουραμπιέδες και ποικιλία σφαχτών, έχουμε παρεξηγήσει την ψυχή μας για στομάχι. Ίσως πήραμε, τούτα τα δύο, για τίποτα συγκοινωνούντα δοχεία. Λες πως, αν τηλώσει το κωλάντερο, δε μπορεί, κάτι θ' αρπάξει κι η ψυχή. Εις μάτην, φυσικά. Το πολύ-πολύ ν' αρπάξει μια κουράδα.

Τα σπίτια μας μετατρέπονται σε χαριτοδιπλωμένα μπουρδέλα. Τσαχπίνικα φωτάκια φτιασιδώνουν τα ντουβάρια μας κι η μούχλα μοιάζει ντεκόρ, χοντροκώληδες αγιοβασίληδες παλεύουν στα μπαλκόνια, ν' αποδράσουν προτού σωθεί κι η τελευταία ρανίδα αξιοπρέπειας - ηττώνται κατά κράτος -, ηλεκτρονικές μουσικούλες θεραπεύουν τη φτήνια ομοιοπαθητικά, φάτνες κακοβαμμένες, στραβοκολλημένες από κάποιον αγχωμένο, ανήλικο μαστοράκο... η λίστα μοιάζει ατελείωτη. Κι η αγάπη - ε πόση αγάπη πια - μεταξύ των ανθρώπων, τούτη την εποχή! Σε κάνει κι αναρωτιέσαι "πού διάολο κρυβότανε τόση αγάπη, όλο τον υπόλοιπο χρόνο;". Δεν είναι τυχαίο, συχνά λέμε "καλά χριστούγεννα" εννοώντας "ζήσε Μαή μου", με άλλα λόγια "θα μας φάει η μαλακία, ώσπου... ", έστω κι αν δεν είναι σωστό, να υποτιμούμε τη μαλακία. Ακόμα και στη Βίβλο, για να φτάσει κανείς στον καλό Χριστούλη, χρειάζεται πρώτα να περάσει απ' τον Αυνάν. Στο Χριστούλη βέβαια δε φτάνουμε ποτέ - το πολύ πολύ, μέχρι τον Κωτσόβολο - αλλά δεν είναι και πως τον ψάχνουμε κιόλας. Τον Αυνάν, από την άλλη...

Δεν είναι τυχαίο, που η μοναξιά φουσκώνει και θεριεύει, όσο πλησιάζουμε στις άγιες μέρες. Είναι που, επιτέλους, κοντοστεκόμαστε μια στάλα. Αν κοντοστεκόμασταν πριν τρεις μήνες ή πριν το κολατσιό, το ίδιο θα 'κανε. Δε φταίνε τα Χριστούγεννα. Φταίει που διαρκώς τρέχουμε - φόβος είναι, να μας προλάβει κάνα συναίσθημα και να ψοφήσουμε από υπερβολική δόση. Φτάνει, λοιπόν, μια πονηρή στιγμούλα, που μας βρίσκει αμήχανους απέναντι σ' έναν καθρέφτη, μια τζαμαρία ή μια χριστουγεννιάτικη μπάλα. Ξάφνου, βλέπουμε πιο πέρα απ' τα σπυριά, την ξεραμένη τσίμπλα ή το πόσο μεγάλη είν' η μύτη μας. Αναπάντεχα, τα μάτια μας θυμούνται να βλέπουν, γίνονται ματιές. Κοιτούμε σαν να 'ναι η πρώτη φορά. Κοιτούμε τους εαυτούς μας τίμια και βαθιά, σα νυστέρια, λες και κάποιος ξεχάσε να συνδέσει τους συναγερμούς, να κατεβάσει τις αμπάρες ή να μας χώσει πίσω στο προφυλακτικό μας. Τώρα, τι βλέπουμε 'κει μέσα, βαθιά, δε θέλει και μεγάλο ρώτημα. Μα είστε ηλίθιοι; Τι άλλο καθαρότερο μπορεί να φυλά κανείς στα σπλάχνα του, παρά το θάνατό του;

Αυτά τα κολοκύθια με τις Βηθλεέμ, τα ρεβεγιόν και τα λαμπιόνια, δεν είναι παρά οι εκκωφαντικές κραυγές ανθρώπων, που ξέχασαν εδώ και χρόνια την τέχνη να ζουν. Είναι σπασμοί κι υπεκφυγές, όχι μόνο για τις ευκαιρίες που γινήκανε ανεπιστρεπτί καπνός, μα περισσότερο για τις στιγμές τις επόμενες, που καταφτάνουν δροσερές κι εμείς κραδαίνουμε μπαλτάδες, σα χασάπηδες. Ελάτε τώρα! Μην κάνετε την πάπια, ότι - και καλά - δεν ξέρετε το πόσο χέστες είστε. Το πόσο σας τρομάζει η ιδέα να πάρετε τη ζωή στα χέρια σας και να την κάνετε εσωτερικό κόσμο, αντί για ιλουστρασιόν εξώφυλλο. Ευχές, υποσχέσεις, σχέδια για το νέο έτος, τι 'ν' όλα τούτα, παρά μνημόσυνα μιας ήττας προαναγγελμένης από καιρό, απ' τη ρηχότητα με την οποία αγκαλιάζεστε, ονειρεύεστε ή κάνετε έρωτα, όλο το χρόνο;

Τι να ευχηθεί τώρα, ένας ανόητος - εγώ - στον άλλο; Ξερω-γω; Να, όπως κοντοστάθηκες σήμερα, μπροστά σε τούτο το σκουπίδι, έτσι να κοντοστέκεσαι, συχνότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: