ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ - Μικρές ιστορίες για πέταμα [#02]

Τα σκουπίδια μιλάνε με σολοικισμούς και γράφουν με ανορθογραφίες, όμως μιλούν και γράφουν. Κάθε που τραγουδούν τραγουδούν φάλτσα και κάθε που χορεύουν χορεύουν άτσαλα. Όμως τραγουδούν και χορεύουν. Αρκεί κανείς να κοιτάξει σωστά και να γνωρίζει, φυσικά, την ιδιαίτερη νοηματική των σκουπιδιών, που μόνο τα σκουπίδια καταλαβαίνουν. Πίσω από κάθε σκουπίδι, βέβαια, κρύβεται κάποιος άνθρωπος. Μ' αν το καλοσκεφτείς, τις περισσότερες φορές, ο άνθρωπος και το σκουπίδι ταυτίζονται. Κακώς, βδελυττόμαστε τα σκουπίδια. Τα σκουπίδια, προτού γίνουν τέτοια, δεν ήταν διόλου σκουπίδινα. Κάποιος τ' αγάπησε. Κι αν η αγάπη είναι βαριά κουβέντα - πράγματι - τότε ας πούμε ότι κάποιος τα πόθησε. Για λίγο ή για πολύ, αλλά τα πόθησε. Τα λάτρεψε γι' αυτά τα ίδια, για το περιεχόμενό τους ή γι' αυτό που τον έκαναν να νιώσει.

Θα μου πείτε τώρα, όλα τα σκουπίδια δεν είναι της ίδιας πάστας, είναι λογιών λογιών. Κάποια σιχαίνεσαι και να τα κοιτάξεις, γεμάτα γλίτσα κι αποφορά. Φαντάζεσαι τετάνους, λέπρες κι ένα σωρό τέτοια, προσβλητικά. Είναι άλλα που τα φοβάσαι, όπως τα μοβόρικα καπάκια απ' τις κονσέρβες, που μια φορά γεύτηκαν αίμα ανθρώπινο κι, έκτοτε, έπαψαν να λυμαίνονται οτιδήποτε άλλο. Κάποια πάλι κείτονται απλά τσαλακωμένα και πατικωμένα, σχεδόν αλώβητα από την παρακμή. Με μια απλή μεταποίηση ή παραποίηση, θα μπορούσαν να λάμψουν και πάλι στη δόξα την πρότερη (ίσως και μεγαλύτερη).

Τέλος, υπάρχουν και τα σκουπίδια εκείνα, που δεν είναι καν σκουπίδια. Έπαψαν κάποτε να είναι χρήσιμα στον τάδε, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεχίσουν την καριέρα τους στο δείνα. Αυτά τα τελευταία, λένε τη μεγαλύτερη αλήθεια, που μπορεί να ειπωθεί για τα σκουπίδια : ένα σκουπίδι έχει νονό, κάποιος το βάφτισε, δεν ήταν πάντα σκουπίδι κι ούτε έγινε στ' αλήθεια ποτέ. Απλά, τη χρόνικη στιγμή μηδέν, όλοι έπιασαν να το φωνάζουν "σκουπίδι", ώσπου το πίστεψε ακόμα κι αυτό. Τ' αληθινό του όνομα, την ουσία του, κανείς δεν πρόκειται ποτέ να τα μάθει. Ειρωνικά, ούτε το ίδιο.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων σκουπιδιών, που μου 'ρχεται στο μυαλό, είναι κάποια παιδιά, κάποιων οικογενειών. Παιδιά, που γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν ως γιορτινά περιτυλίγματα κι αλουμινόχαρτα, για να ντύσουν τα γούστα μιας ερωτικής επιχείρησης ή τους όρους ενός συμβολαίου, τις ανάγκες ενός πένθιμου ρεβεγιόν, μιας μετάθεσης, ενός επιδόματος, της ζωής που περνάει. Οι έρημες αυτές ψυχές (εξακολουθούν ν' αποστραγγίζονται από τους γονείς τους, την ώρα που μιλάμε) μοιάζουν με τις συσκευασίες των κρουασάν, που τις παρασέρνει ο αγέρας. Περιφέρονται, συνεχώς, με τη μνήμη εκείνη της αλλοτινής γλύκας, τη μαγιά που φέραν κάποτε στα σωθικά τους, μα το μόνο που τους έχει απομείνει πλέον είναι μια ελάχιστη ικανότητα να γυαλίζουν κι η ευσπλαχνία των ανέμων.


Δεν υπάρχουν σχόλια: