Της Συγγνώμης...

Αυτή η μικρή απολογία δεν ξέρω αν είναι για μένα ή για εκείνη. Ίσως για κανένα. Ίσως μόνο για χάρη της αγάπης. Ή εξαιτίας της. Ίσως για χάρη μιας υπόσχεσης που άντεξε και αντέχει στο χρόνο, έστω κι αν δεν άντεξαν οι μετέχοντες σε αυτήν. Ίσως για τις έντεκα πυκνογραμμένες σελίδες που δε χώρεσαν παρά ελάχιστες σταγόνες απ' τους κατακλυσμούς, στους οποίους παράδερνε τότε η σκέψη μου.

Γι' αυτά που δεν ειπώθηκαν, λοιπόν, αγαπημένη. Πώς να ειπωθούν άλλωστε; Πνιγόμουν από θάνατο και πόνο. Με κάθε λυγμό, κατάπινα τον εαυτό μου, το κρανίο μου, τα σωθικά μου. Ακόμη συναντώ κομμάτια μου διάσπαρτα, καθώς γυρίζω (σχεδόν καθημερινά) σ' εκείνες τις ημέρες. Ακόμη προσπαθώ να συγκεντρώσω τα λόγια μου σ' ένα αξιοπρεπές επιχείρημα, μα ο λόγος μου αντιστέκεται, ξανά και ξανά. Λειψός και ασήμαντος, σιγοσβήνει στην ντροπή σαν επαναστατεί το δάκρυ. Πόσο γενναία, πόσο αγόγγυστα αντέχει να αγαπήσει μια καρδιά που χάνεται και πεθαίνει; Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με, που απογυμνώθηκα τόσο μπροστά σου, που φάνηκα τόσο ανθρώπινος. Με άλλα λόγια, αδύναμος. Όμως... όμως δεν ήξερα! Δε γνώριζα, καρδιά μου! Δε γνώριζα ότι δε θ' αντέξω!

Ναι, σ' αγαπώ ακόμη! Σε λατρεύω! Πώς να το κρύψω άλλωστε; Κάθε κύτταρό μου σε ποθεί, πέρα από κάθε περιγραφή και νόημα. Δεν το χωράει ο νους μου, ακόμη και μετά από τόσο καιρό, πως για καμία μου αίσθηση δε θα είσαι εκεί ξανά. Ποτέ πια. Μέχρι το τέλος. Μέχρι το θάνατο. Ήδη η αναμονή, ήδη η απουσία σου, γιγαντώνεται αβάσταχτη, καθώς η ζωή μου εξαχνώνεται. Κι ας ήμουν εγώ που έφυγα, το ξέρω. Μόνο να καταλάβαινες λίγο. Μόνο μια μου λέξη να καταλάβαινες, όλα θα μου τα συγχωρούσες τότε. Αν δηλαδή έχεις κάποια πικρία στην καρδιά σου για μένα. Γιατί δεν ξέρω πια τι έχεις, τι θα μπορούσες να έχεις για μένα άλλο.

Συγχώρεσέ με, που δεν ήμουν εκεί. Που δεν ήμουν όταν το είχες ανάγκη. Πώς θα μπορούσα να ξέρω; Πώς θα μπορούσα, όταν δραπέτευα μακριά σου, τόσο ηττημένος και τόσο μόνος; Πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις, τα αισθήματα και το λογικό. Λύσσαξα να βρω μιαν άκρη στο νήμα, αλλά το νήμα της ζωής έχει μόνο δυο άκρες. Μάλλον καταλαβαίνεις για τι μιλάω. Όταν τις βρίσκεις, δεν είναι πια καιρός. Δεν καταλαβαίνω τίποτε από ζωή κι από αγάπη, πως είμαι ανόητος το παραδέχομαι. Και ντρέπομαι τόσο μα τόσο, ψυχή μου. Ετούτη η ομολογία, αυτή η μετάνοια δεν είναι ντυμένη με ηρωισμό και παλικαριά. Δεν είναι παρά ένα μίζερο ψυχορράγημα ντροπής και σκοτεινή απελπισία, που έλειψα από το πλευρό σου. Γνωρίζω πολύ καλά, πως δε θα μπορούσα να ξέρω. Πώς θα ήταν δυνατό; Συμβουλεύω καθημερινά το μυαλό μου να μη γεννάει άσκοπα ενοχές. Φυσικά, δεν τα καταφέρνω πάντα καλά. Είναι τόσο μάταιο αυτό το παιχνίδι, όταν σ' αγαπώ ακόμη τόσο.

Κι αν ακούγομαι κοινότοπος πολύ και τόσο μελοδραματικός, σε παρακαλώ μη μου το καταλογίσεις και αυτό! Τεμαχίζω την καρδιά μου σε λέξεις, ψηλαφώντας στα τυφλά για κάποιο νόημα από ετούτην την απέλπιδη σφαγή. Να ξέρεις ότι θα έκανα ό,τι περνάει από το χέρι μου, ώστε να βρισκόμουν εκεί στο πλευρό σου, τη δύσκολη στιγμή που ούτε καν υποψιάστηκα. Θα αρκούσε μία σου κουβέντα. Μία σου λέξη και θα τσάκιζα τα μούτρα μου, θα τσαλαπατούσα τον εγωισμό μου και θα σερνόμουν ταπεινωμένος στα πόδια σου για ένα σου ορισμό, μια επιθυμία, ένα σου χαμόγελο. Με τι αφέλεια φέρθηκα! Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ο εαυτός μου. Τα πάντα είχαν παραγκωνιστεί από την τρελή μου ανάγκη να σωθώ, να σωθώ εγώ. Το παραδέχομαι. Αχ, μην με ακούς άλλο! Ας γινόμουν χίλια κομμάτια, ας κατέρρεα σε μιαν άψυχη μάζα, μετά. Αρκεί να ήμουν εκεί δίπλα σου, όταν έπρεπε. Δεν το χωρά νους μου! Δεν ήμουν αρκετός, το γνωρίζω. Γιατί, βλέπεις, συνέβησαν και τα δύο: και ο νούς μου να είναι στενός αλλά και οι περιστάσεις πλατιές.

Δε θα μπορούσα να κλείσω διαφορετικά απ' ότι έκλεινε, συνήθως, η κάθε μου επαφή μαζί σου. Για μένα, ήσουν και θα είσαι για πάντα το Ευάκι μου! Αλλά ήσουν, επίσης, και θα παραμείνεις η πιο πικρή αγκαλιά. Πολύ περισσότερο, ήσουν αρρώστια, ήσουν θάνατος. Μου θύμιζες ό,τι δεν είχα, ό,τι δεν ήμουν. Άθελά σου, με σκότωνες και με ρήμαζες, καθημερινά. Όλα έπρεπε να τελειώσουν, κάποτε. Στο συγχρονισμό, μονάχα εκεί αστόχησα. Και γι' αυτό μετανιώνω ακόμη. Και για πάντα...

Σε λάτρεψα και σε λατρεύω και παρακαλώ, βαθιά στην καρδιά σου, να μη μου κρατάς κακία αν στάθηκα λίγος. Λίγη θλίψη ίσως, ναι αυτό θα το καταλάβαινα. Προσεύχομαι να είσαι πάντα χαμογελαστή, από εδώ και στο εξής.

Θεέ μου, πόσο όμορφη ήσουν για μένα! Πόσο αστείρευτα ερωτευμένος ήμουν μαζί σου!

Μια συγνώμη. Αυτό αγωνίστηκα να καταγράψω εδώ. Μια συγνώμη, που δε θα διαβάσεις ποτέ. Δεν ξέρω αν έχει σημασία. Θα την κουβαλώ μέχρι το τέλος. Έτσι θ' αγωνιστώ γι' αυτό: αφού δε στάθηκα αντάξιος της αγάπης, της συγνώμης τουλάχιστον να σταθώ αντάξιος.

Τα 2/3 της Πελοποννήσου...

[ Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στις 2 Απριλίου 2007 στην e-φημερίδα τα "Νέα Της Παρέας", με αφορμή την εκπλήρωση ενός ονείρου... ]


Μια υπόσχεση που δόθηκε πριν δέκα, σχεδόν, χρόνια
σ' ετούτη τη μικρή γωνιά της Πάτρας ...


Μερικοί καλοί φίλοι ...


Ένα σπιτικό ...


Ο δρόμος ...


Η θάλασσα ...


Μια δόση μοναξιάς ...


Η συνταγή της επιτυχίας είναι απλή ...


Πάντα θα υπάρχουν όνειρα,
που περνάνε από το χέρι (ή το πόδι) μας ...


... και άλλα που θα παραμείνουν απραγματοποίητα.


Η απάντηση έχει να κάνει με το πώς θες να ζήσεις ...


... ή με το πώς θες να τελειώσεις (που είναι το ίδιο).


Θες να τελειώσεις τη ζωή σου νικητής ...


... ή νικημένος ;


Εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν σε προφτάσει ο θάνατος ...


... ποια λόγια θα ήθελες να ψιθυρίσεις στον εαυτό σου ;
τι θα ήθελες να έχει περισσότερη σημασία για σένα, τότε ;


Το τέρμα που πλησιάζεις ;


Ή ο δρόμος που έζησες ;

Της αναθεώρησης το κάγκελο ...

Έπιασα σήμερα το νοικοκυριό και κόντεψα να ξεκληρίσω ολόκληρο το blog. Αλλάζει ο άνθρωπος μέσα σε δέκα χρόνια. Όχι συντριπτικά, όμως αλλάζει. Όσο χρειάζεται. Μια τζούρα ντροπή εδώ, μια δράκα αδιαφορίας εκεί, δοκίμαζα το ρεπερτόριό μου σε γκριμάτσες, μ' αυτά που διάβαζα. Για πράματα, μάλιστα, που κάποτε ορθώνονταν ογκόλιθοι της ύπαρξής μου κι έτσι. Τέτοια προκοπή, που λέτε.

Τεσπά, χρόνια βαριάς κατάθλιψης. Ανάρρωσα. Ή, αν το θέτε, είμαι λίγο σαν άλλος. Κοιτάζω τρυφερά εκείνον τον άνθρωπο. Πεινούσε γι' αγγίγματα. Και τώρα τι; χόρτασες μήπως; Χορταίνεται μωρέ η αγάπη; Αλλά μια μπουκιά στη χάση και στη φέξη, όσο να 'ναι αμβλύνονται τ' απωθημένα. Όσο χρειάζεται για να καταφτάσει χαρμόσυνος ο κυνισμός, η στωικότητα ή ό,τι άλλο από εκείνα, που σκάει παραδίπλα το πιο ατομικό σου όνειρο, γομωμένο μάλιστα με συντήξεις άπειρων προσμονών, κι εσύ συνεχίζεις να πίνεις τον καφέ σου ή να σκαλίζεις τη μύτη σου, κοιτώντας με μάτια 'γελαδινά. Τώρα που έφτασες κι εσύ χαιρετίσματα. Η πίστη μας σώθηκε, τα βερεσέδια τέρμα. Έγινα ο αγνωστικιστής της αγάπης.

Άφησα μερικές αναρτήσεις ατόφιες, δεν ξέρω για ποιο λόγο κι ούτε με νοιάζει να μάθω. Έτσι τις άφησα γιατί. Θα τις σβήσω, μάλλον, κάπου στα επόμενα δέκα χρόνια.

Έτος 2017.

43 φέτος.

Προχώρησα; στέκω ακόμα εδώ; Τι σημασία έχει; Πλέον κοιτάζω αλλού.