Ιθύνων νους...

Αναλογίσου, λοιπόν, τους ιθύνοντες (λέξη όμορφη σαν άλλοθι)! Σφράγισαν το καθετί με μιαν αιτία κι έτσι, στο εξής, δε θα φταίει κανείς! Μόνον οι αιτίες! Κλείνοντας τα βλέφαρα διαβάζω: «made in» – μα δεν καταλαβαίνω, αν ονειρεύομαι προκάτ ή καθόλου! Ίσως απλά κοιμάμαι ακόμη. Μόλις ξυπνήσω θα πάρω την τουαλέτα μου, θα ανακατέψω λάγνα ένα φλιτζάνι καφέ – αφού συνήθως δεν υπάρχει τίποτε άλλο ν’ αγαπήσω εκεί τριγύρω – και θα ετοιμαστώ για τη δουλειά, διπλώνοντας με τάξη τα σωθικά μου, μέσα στο χαρτοφύλακα. Κατόπιν θα κλείσω πίσω μου την πόρτα και θα πεθάνω αξιοπρεπώς κάτω από τις ρόδες ενός ταξί, ή καλύτερα ενός λεωφορείου. Ίσως έτσι γίνει η κηδεία μου δημοσία δαπάνη. Αλλά τελικά, δε συμβαίνει τίποτα το συναρπαστικό και καταλήγω – όπως κάθε μέρα – νεκρός, από αμηχανία να ζήσω. Στη δουλειά ειν’ αλλιώς, μάλιστα! Συναντώ ένα σωρό ενδιαφέροντες ανθρώπους, όπου όλοι μαζί, για ώρες, συνδιαλεγόμαστε με τους εαυτούς μας και με το λεπτοδείκτη. Μας σώζει το κουδούνι. Η ζωή βαραίνει ευχάριστα. Αποστειρωμένος για λίγο από την πραγματικότητα, τεμαχίζομαι και σερβίρομαι για δείπνο ή απαγχονίζομαι, κρεμασμένος από ματιές και στόματα τόσο ξένα, ώστε θα μπορούσε να είναι και δικά μου. Λαχανιασμένος πηδάω από τον έκτο και προσγειώνομαι δίπλα σε μια κυρία που αυνανίζεται με το κινητό της. Σταματώ για μια στιγμή να σφαδάζω στο πεζοδρόμιο και σκέφτομαι τη Δευτέρα Παρουσία. Ίσως εκεί ανακαλύψω ποιο σώμα μου ανήκει, επιτέλους! Αυτό όμως που, πραγματικά, ανακαλύπτω είναι πως όλη αυτή την ώρα βρισκόμουν ακόμη στο κρεβάτι. Ή μήπως ξάπλωσα μόλις; Χαμογελάω στη διαπασών, γιατί δε θέλω να κλάψω. Αρπάζω απελπισμένος το τηλεκοντρόλ, ελέγχοντας καχύποπτα το δωμάτιο για αδιάκριτα βλέμματα ή σώματα. Που τέτοια τύχη! Έπειτα εισάγω το προσωπικό μου PIN θανάτου κι η οθόνη γεμίζει πολύχρωμα κόπρανα. Αλίμονο, είμαι τυφλός κι απόψε! Αγωνίζομαι στα σκοτεινά, παλεύω να διακρίνω το χαμόγελο της παρουσιάστριας, το στήθος της. Ο σκηνοθέτης, όμως, είναι μαλάκας κι εγώ αντανακλώμαι πάνω στο γυαλί, υπό γωνία θήτα. Θα αποκοιμηθώ, σε λίγο, σκορπισμένος στο πάτωμα. Όμως δε θέλω, πάλι απόψε, να αποκοιμηθώ σκορπισμένος στο πάτωμα. Κλείνω τα βλέφαρα. Πεθαίνοντας, αναζητώ τους ιθύνοντες. Δυστυχώς δεν υπάρχουν. Δεν τα είπαμε αυτά; Αφου, βλέπεις, δε φταίει κανείς. Αφού φταίνε μονάχα οι αιτίες!