Του Τρόμου...

Κι έτσι, όσο πιο σιμά φαίνεται να πλησιάζεις την ευτυχία, τόσο θεριεύει ο φόβος σου και γίνεται τρόμος! Αδυνατείς πλέον να πιστέψεις ότι αχνοφέγγει η πιθανότητα να διασταυρωθεί ένα κάποιο ερωτικό πλήρωμα και το σύντομο πέρασμά σου από αυτή τη ζωή. Φαντάζει όλο και πιο ξένη, όλο και πιο παράταιρη η μοίρα αυτή για σένα. Και είναι δίκαιο, θαρρείς. Φυσικά! Σ’ έναν κόσμο χωρίς δικαιοσύνη ή οίκτο για ζητήματα απροσμέτρητης σοβαρότητας, όπου ο πόνος αναίτιος, ακατασίγαστος, οξύς περονιάζει τα θλιβερά μας σαρκία με την παραμικρότερη αφορμή, δε μπορείς εσύ ν' απαιτείς δικαίωμα στο ήσσον, απαίτηση στην αλαζονεία. Στην τύχη ίσως ναι! Κι αν έχεις εισπράξει τύχη όμως, αχάριστε!

Παρ’ όλα αυτά, το καρκίνωμα εδραιώθηκε πια. Οι ειδικοί έχουν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους μόνο στο θαύμα! Θα ήταν θαύμα, όντως, αν σε αγαπούσε κανείς λίγο! Μα είχες πάντα ετούτο το τραγικό ταλέντο: ό,τι σ’ αγαπούσε το έδιωχνες μακριά σου κι ό,τι αγάπησες έφευγε, με τη σειρά του, κι εκείνο! Η αγωνία σου τώρα κορυφώνεται. Στην ιδέα μια αγάπης με ανταπόκριση μεταμορφώνεται σχεδόν σε πανικό, σε απελπισία! Λες: δεν την αξίζω, δεν είναι για μένα ετούτη! Ελέγξατε τη διεύθυνση, σας παρακαλώ; Πρόκειται μάλλον για κάποιο λάθος, εγώ βλέπετε λέγομαι... να είδατε; Ήταν τόσο απλό. Για ένα τόνο, βέβαιως, θα μου πείτε. Δεν πειράζει. Είναι το απέναντι διαμέρισμα, ο από κάτω όροφος, είναι οποιοσδήποτε άλλος. Δε θα μπορούσε διαφορετικά, άλλωστε! Λες: να, τώρα μόλις απλώσω το χέρι, μόλις μισανοίξω τα χείλη, λίγο πριν το απειροστό φράγμα του χώρου καταρρεύσει στον εαυτό του και γίνει άγγιγμα, γίνει αγάπη τότε... τότε θα καταρρεύσει η πραγματικότητα ολάκερη σε θρύψαλα, μαζί της κι εγώ!

Το μάταιο παζλ των ελαχίστων προσμονών θα σκορπίσει σε χίλια κομμάτια, από ένα φύσημα απρόσμενο, ανυπολόγιστο. Μα πώς; τα πάντα είχαν σφραγισθεί, κάθε κώχη, κάθε χαραγματιά. Ναι μάλλον αυτό. Το φύσημα εκείνο δεν ήταν παρά ο δικός σου επιθανάτιος ρόγχος! Πώς να μάθεις ή πώς ν’ αντιπαλέψεις την αγάπη, σφραγισμένος σ’ ένα τάφο; Αγάπησες με την αγάπη της μούχλας κι ίσως ένα καθρέφτη, όπου κρυφοκοίταζες στα δύσκολα. Θα χαζεύεις κατόπιν τα κομμάτια σου, σκόρπια στο μωσαϊκό και θα χαίρεσαι με την άρρωστη χαρά της Κασσάνδρας, που επιβεβαιώνεται. Ναι, δε θα μπορούσε ποτέ να τελειώσει αυτό το παζλ. Αν ήταν κάτι για σένα, σαν ξεκινούσες να σχηματίσεις την ελπίδα - πριν χρόνια ανυπολόγιστα - δεν είναι πια.

Έτσι, όλα τριγύρω θα λιώσουν και θα πνιγούν σ’ ένα λυγμό μοναξιάς. Κι εσύ θα σπαρταράς στο πάτωμα, στα έπιπλα, στο κρεβάτι σου – σ’ ένα βουρκόλακκο που θα σε καταπίνει τυρρανικά – παλεύοντας να πάρεις μιαν ανάσα, να καταπιείς αυτό τον κόμπο στο λαιμό, αυτό το οίδημα που κυοφορεί την ασφυξία, μήνα με τον μήνα, βασανιστικά! Κι ούτε θα μπαίνει, ούτε θα βγαίνει η αγάπη. Ίσως και να μην έχεις καρδιά πια, για να αγαπήσεις ο,τιδήποτε. Ίσως να μην είχες ποτέ! Ίσως να μην έχεις καν μύες, ιστούς, δέρμα. Ίσως να περάσεις άυλος για το υπόλοιπο της ζωής σου, ένα ρευστό ξέρασμα του νου, σαπίζοντας και ξινίζοντας, χωνεύοντας τον εαυτό σου εις τον αιώνα των άπαντα! Κι όσο η πιθανότητα της αγάπης θα πλησιάζει, τόσο εσύ θα φεύγεις, θα απομακρύνεσαι, θα δραπετεύεις... θα φοβάσαι! Θα φεύγεις μέσα σου και μακριά! Κι ό,τι θ' απομένει πάντα, η ηχώ ενός από καιρό αποσυντεθειμένου ψιθύρου να σου θυμίζει όσα έχασες ανεπιστρεπτί, γιατί...

γιατί ποτέ δεν αγάπησες...
ποτέ δεν αγάπησες...
ποτέ δεν αγάπησες...