Φοβάμαι...

Έτσι φοβάμαι πως θα πεθάνω κάποτε: μονάχος, αυτοεξόριστος, έωλος.

Μονάχος.

Αυτό φοβάμαι, πως θα γείρω κάποια στιγμή νεκρός, πάνω στο πληκτρολόγιο, έχοντας εκπορνεύσει το βιος μου κι έχοντας κανιβαλίσει τα αποφάγια. Θα γείρω και θα καταρρεύσω, έτσι απλά, αφού δε θα υπάρχει πια να με στηρίξει ούτε λατρεία, ούτε απέχθεια καμιά. Και θα με βρουν, αργότερα, παγωμένο, κοιλιά επιμελώς διογκωμένη απ’ τη φιλεύσπλαχνη αποσύνθεση, ψίχουλα στα γένια, στο φανελάκι, λεκιασμένα εσώρουχα, ρυπαρό και γλοιώδη.

Αλλά, προπάντων, θα με βρουν μόνο. Με το δείκτη μετέωρο, ένα ψυχορράγητο κλικ μακριά από την αγάπη. Πεθαίνοντας, όπως ακριβώς αγάπησα: φοβισμένα, ηδονοβλεπτικά, παράνομα. Δίχως πνευματικά δικαιώματα, δίχως έγκριση ποτέ.

Έτσι, ακριβώς, φοβάμαι πως θα πεθάνω: ξεπουλημένος, σακάτης, πρόστυχος. Ένας πορνόγερος, που θα επιδεικνύεται ξεδιάντροπα στις νοσοκόμες, στο δρόμο, στα μικρά παιδιά.

Ή πάλι, ίσως σβήσω άξαφνα, με μια γελοία γκριμάτσα τρόμου, απανθρακωμένος μπροστά στον υπολογιστή μου. Με το δεξί μου χέρι τεταμένο μπροστά (στο ποντίκι) και το αριστερό κολλημένο στο πλευρό (πληκτρολόγιο), θα μοιάζω με νεκρό Καραγκιόζη. Στη ματιά μου, το μόνο που θα θυμίζει πλέον τη σπαταλημένη ζωή, η νεκρική φωταύγεια της οθόνης, ο απόηχος. Κι ένα διακριτικό μήνυμα, που θ’ αναβοσβήνει μαυλιστικά στο περιθώριο, θα με ξεπροβοδίζει επικριτικά, μάταια προειδοποιώντας με για την ορθογραφία μιας αδιάφορης πια λέξης.

Ο ύπνος του δικαίου...

Και, ξαφνικά, ξημερώνει ένα πρωί, που η γη σιγο-τρέμει και στον αέρα πλανιέται οσμή από ανθρώπινο αίμα. Ανοίγεις τα μάτια ανήσυχος, μα δεν καταλαβαίνεις: το ξυπνητήρι είναι κατηγορηματικά ρυθμισμένο για τον επόμενο αιώνα. Αφουγκράζεσαι την ατμόσφαιρα αγουροξυπνημένος, τεντώνοντας το λαιμό σου, σαν αξιοθρήνητη χελώνα. Ξεχωρίζεις βιαστικά βήματα στους δρόμους, απόηχους κραυγών κι ίσως μακρινούς πυροβολισμούς. Ρίγη τοξικής δειλίας σε διαπερνούν. Ασφυκτιάς από τη μπόχα σου, μα πάλι δε τολμάς! Βουλιάζεις... Βουλιάζεις, όλο και βαθύτερα, μες το πουπουλένιο σου σάβανο.

Όμως, κάποτε οι φωνές πλησιάζουν! Πλησιάζουν τόσο, ώστε νιώθεις δόντια να κροταλίζουν πίσω απ’ την πόρτα σου! Φωνές που ορθώνονται γύρω σου εκκωφαντικές! Όλο και περισσότερες! Όλο και πιο άγριες! Σε καλούν να ξυπνήσεις! Σε προκαλούν! Μα εσύ κουκουλώνεσαι με τη κουβέρτα, τρίβεις τα μπούτια σου και μυξοκλαίς «Όχι, όχι ακόμη! Πέντε λεπτά, σας παρακαλώ! Πέντε λεπτά ακόμη και σηκώνομαι»! Και τα πέντε λεπτά γίνονται ώρες, οι ώρες γίνονται ημέρες, χρόνια κι η ζωή σου τελειώνει στο ίδιο αυτό κρεβάτι. Θα σε βρουν κάποτε, τυλιγμένο σε συσκευασία αποσυντεθειμένου εμβρύου, με το κεφάλι χωμένο μέσα στον ίδιο σου τον κώλο, όπου λίγο πριν πεθάνεις θα αναζητούσες μάλλον το τηλεκοντρόλ, ίσως πάλι μιαν αφορμή να ζήσεις. Θα σε ανακαλύψουν από την αποφορά των ίδιων σου των περιττωμάτων. Τόσο που αγαπούσες τον εαυτό σου, δεν άντεχες ούτε τη βρωμιά σου να αποχωριστείς!

Οι γείτονες θα διαφημίζουν καταβεβλημένοι τη φρίκη τους, από κανάλι σε κανάλι, πως ήσουν καλός άνθρωπος – μα λίγο ιδιόρρυθμος – και τα σχετικά για το που έχει φτάσει η κοινωνία μας. Πάει να πει, η κοινωνία των άλλων, αφού οι ίδιοι δεν κοινώνησαν παρά κουφάρια. Θα σε ακρωτηρίαζαν, ευχαρίστως, σαν το μετανάστη στο φανάρι, αν δεν ταίριαζε η απόχρωση της πείνας σου με τα καινούργια τους λουστρίνια. Έπειτα, κοιτάζοντας καχύποπτα στο βάθος του δρόμου ή τη γωνία – καθώς ο αντίλαλος μιας αφυπνισμένης οργής θα κλιμακώνεται, ολοένα και πιο σιμά - θα σφαλίσουν ξανά τις πόρτες τους και θα επιστρέψουν, με τη σειρά τους, στα δικά τους κρεβάτια. Θα σφραγίσουν ερμητικά τα πατζούρια – καθότι το πολύ φως πάντοτε τους ενοχλούσε – και θα πάψουν να σκέφτονται, μονάχα θα ονειρεύονται. Θα ονειρεύονται πως είναι ξύπνιοι κι άλλους ωραίους εφιάλτες, αποστειρωμένους και θρεπτικούς. Θα πέθαιναν, αν ήταν δέον της κοινωνικής τους υπόστασης. Αλλά κι αυτός ο θάνατος απαιτεί μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Κι εκεί, πάνω στο γλυκό κάρωμα της αυταρέσκειας, μια κραυγή θα σαρώσει τις στέγες κι ο κόσμος ολόκληρος θα καταρρεύσει πάνω από τα κρεβάτια τους. Θα σβήσουν ήσυχα, ανώδυνα. Σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει. Κι έπειτα η σιγή του θανάτου. Έπειτα, η γη θα θρηνήσει για σαράντα ημέρες ή αιώνες τα χαμένα της παιδιά.

Όμως, στο τέλος του θρήνου, όσοι θα βρίσκονται στους δρόμους – οι λυτρωμένοι – θ’ αφήσουν το τουφέκι απ’ το χέρι, θ’ αφήσουν τους νεκρούς αδερφούς, τους γονείς πίσω. Όχι χωρίς θλίψη, μα έτσι θα πρέπει, πίσω να μείνουν όλα! Πάνω στα ερείπια, να σπείρουν και να ποτίσουν σπιτικά. Πάνω στους νεκρούς, να σπείρουν και να ποτίσουν ζωντανούς. Πάνω στα αποκαΐδια να σπείρουν και να ποτίσουν εστίες. Κι όταν τα λιγοστά σπόρια σωθούν, ν’ αποσυρθούν θα πρέπει κι αυτοί οι ίδιοι! Σε μια γωνιά να σβήσουν, να καθαρίσει για πάντα αυτή η πανούκλα, του παλαιού Ανθρώπου! Κι όταν θα δώσει ο καρπός, αδερφέ μου – αχ, αν θελήσει να δώσει ξανά αυτή σπορά – τότε να δεις… τότε να δεις πως θ’ αντηχήσουν τα θεμέλια ξανά... πως θα ραγίσει το στερέωμα από το γέλιο το πρώτο, τον έρωτα… Αλλά εσύ, εγώ… εμείς, βέβαια, θα είμαστε απόντες…

Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω!

Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω! Κουράστηκα! Κι αν αύριο, τα βήματα του θανάτου προϋπαντούσα κάθιδρος, θρυμματισμένος από τον τρόμο στο κατώφλι, σχίζοντας τα μάγουλά μου από την αναμασημένη απελπισία, θα ‘ταν αυτό το ευχαριστώ μου. Θα ‘ταν μια κάποια λύτρωση. Γιατί μετρώντας και ξαναμετρώντας την ύπαρξη ετούτη, δε λέει να τη χωρέσει ο νους μου. Τι τα θες; Μια βγαίνω λειψός, μια περισσεύω. Μια γωνιά ‘δω πάνω, μια κώχη να χωρέσω, να ξαποστάσω, πουθενά! Είναι κι αυτό, βλέπεις, πως φοβάμαι φίλε μου την αγκαλιά. Φοβάμαι πως θα διαρραγώ σε λυγμούς, γιατί κάθε που μ’ αγγίζουν αναθυμούμαι ξαφνικά πως υπάρχω...

Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το θέλω! Όχι, δεν το θέλω ν’ αγαπώ! Γιατί κι εσείς, λατρεμένοι της ζωής μου, τόσο φτηνό είναι το αίμα σας, που σχεδόν τσάμπα το περισυλλέγω στις αγορές του Κόσμου. Κι αυτό δεν το αντέχω! Αχ καλέ μου Βάρναλη! Τα σκουλήκια δεν πεθαίνουν διαμελισμένα σε μιαν αγορά του Κοσόβου, απανθρακωμένα σ’ ένα λεωφορείο στο Ιρακ ή στη Γάζα, αιμορραγώντας κάτω από συντρίμμια ενός χαμόσπιτου! Τα σκουλήκια δεν πεθαίνουν στη Σομαλία, μ’ ένα κατσαβίδι καρφωμένο στην καρωτίδα, πνιγμένα από το ίδιο τους το αίμα! Δεν ψυχορραγούν στις ασπαίρουσες αγκαλιές άλλων σκουληκιών, σε ασθενοφόρα που αναδίδουν εκκωφαντική την αποφορά της επερχόμενης ήττας ή σε χειρουργεία αποστειρωμένα από τους ήχους του δρόμου ή την ελπίδα.

Απόκαμα πια! Μα δεν το βλέπετε, λοιπόν; Δε βλέπετε τους φίλους σας να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, παιδιά που είναι ήδη νεκρά κάπου στη γης; Ποιο χαμόγελο θα γείρει υπέρ μας την πλάστιγγα του θανάτου, τη σφοδρότητα του φονικού που μας καταπίνει; Ποια μάνα μπορεί να σηκώσει νεκρό παιδί, δίχως να καταρρεύσει ο καθρέφτης του κόσμου σε θρύψαλα; Ποιος πατέρας, δίχως να λυγίσουν τα μπράτσα του απ' την ανημπόρια, απ' το παμφάγο σαρκασμό του φρεσκοσκαμμένου χώματος; Πόση υπομονή, λοιπόν; Πόση αγάπη χρειάζεται για να σταθούμε τίμιοι, απέναντι στο μαχαίρι που μας σαρώνει; Πόσο μίσος αντέχουν τα τοιχώματα της καρδιάς μας, προτού γίνουμε εμείς το μαχαίρι;

Όχι, όχι, αδερφοί μου! Άνθρωπος να ‘μαι, πια δεν το σηκώνω! Ανάμεσα στον Άνθρωπο και το σκουλήκι, χίλιες φορές το τελευταίο! Χίλιες φορές, το σκουλήκι διαλέγω! Δεν το μπορεί, ο Άνθρωπος, να σηκώσει τον Κόσμο κι όμως πρέπει. Δεν το μπορεί, το σκουλήκι, να σηκώσει τον Κόσμο, μα δε χρειάζεται. Έτσι δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα, να προσμένω μόνο κάποια φτέρνα...

345 συν πλην...

Είναι που ο αριθμός των νεκρών λένε πως ξεπερνά τους τριακόσιους σαράντα πέντε. Και σκέφτομαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε; Το Σάββατο, πέθανε ακόμη ο πατέρας του φίλου μου. Και σκέφτομαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα έξι κι ο πατέρας του φίλου μου ζούσε; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε; Ανάμεσα στους θανάτους και στο θάνατο καταβροχθίζω ένα σάντουιτς, τυρί, ζαμπόν κι ένα μικρό, διαμελισμένο αγόρι. Το σώμα θριαμβεύει σαρκαστικά, ανενδοίαστα, καθώς χωνεύει εξίσου το ανεπαρκές δάκρυ ή τα οπίσθια της ενοχής που περπατάει μπροστά μου. Τρέμω απ’ το κρύο κι από τη σκέψη πως εγώ ακόμη ζω. Τι σημαίνει «ζω»; Τι σημαίνει «ακόμη»; Τι σημαίνει «σημαίνει»; Το βράδυ, σα θα μείνω μόνος, σα θα με περικυκλώσει ο θάνατος από παντού, οχυρωμένος πίσω απ’ τους νευρώνες και το παχύ μου έντερο, θα μελετήσω ξανά τη σκηνή του φινάλε και την ατάκα που πρέπει ν’ απαγγείλω κλαίγοντας. Φαντάσματα θα ξεπροβάλλουν απ’ τα νεκρικά μου βιβλία, τις ναφθαλίνες, τις κόγχες των οφθαλμών μου, κι ενθουσιασμένα απ’ την εξαιρετική ερμηνεία θα με χειροκροτούν καθώς θα αιμορραγώ μέχρι θανάτου. Όμως εγώ, το μόνο που γύρεψα είναι ένας ορισμός της ζωής. Ανοίγω την τηλεόραση και στο λήμμα «απανθρακωμένο πτώμα» βρίσκω μια φωτογραφία της αδερφής μου. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη απ’ τους γονείς μου, γιατί γεννήθηκα. Θέλω να τους χαρίσω εκείνη τη μικρή, τσιμεντένια προκυμαία, μ' εκείνη την πεισιθάνατη, παιδική αγκαλιά, καταμεσίς στο στήθος.

Είναι που ο αριθμός των νεκρών λένε πως ξεπερνά τους τριακόσιους σαράντα πέντε. Και αναρωτιέμαι, αν ήταν οι νεκροί τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις κι εγώ μια πέτρα του δρόμου, κι εγώ σκόνη στα παπούτσια των μαθητών; Θα ήταν ο κόσμος λίγο πιο όμορφος τότε;