Μια μικρή ιστορία γνωριμίας …

Φοιτητής όντας, τα καλοκαίρια που τα κουνούπια ξανάπαιρναν ν’ αποθρασύνονται, έπιανα εκείνα τα μικρά, χάρτινα κουτάκια, όπου πωλείται το τσάι ή άλλα ροφήματα, και τα καπάκωνα, παραφυλώντας τα σε τοίχους και ταβάνια – καθότι, βλέπετε, οι οικονομικές μου δυνατότητες δεν επέτρεπαν ψηλότερο ταβάνι. Κατόπιν κι αφου τα μετέφερα προσεκτικά έξω απ’ το σπίτι, τ’ απελευθέρωνα να πάνε στην ευχή του θεού – που λέμε.

Σήμερα, πάλι – 24 χρόνια μετά – η πρώτη μου αντίδραση είναι η εξολόθρευση. Υπάρχει, φυσικά, κάποια υστερινή σκιά ενοχής και, αναπόφευκτα, θα υπάρχει παντοτινά. Όπως υπάρχουν και θα υπάρχουν, φυσικά, στοιχεία δισταγμών – φευγαλέα, μα υπαρκτά – της τάξης των δεκάτων του δευτερολέπτου κι ωστόσο, συχνά, υπεραρκετά ώστε να επιτρέψουν στο επίδοξο θύμα την έγκαιρη διαφυγή. Το αποτέλεσμα, παρ’ όλα αυτά, αναλλοίωτο: η εξολόθρευση. Τα βλέπω, τότε, να κείτονται συνθιμμένα, μέσα σε μικρές φουσκίτσες αίμα – συνήθως δικού μου – και δε μπορώ, παρόλα αυτά, ν’ αρνηθώ μια κάποια μικρή ικανοποίηση.

Ηθικό δίδαγμα; Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ίδιο: το πρόβλημα, στον άλφα ή βήτα βαθμό, λύνεται! Γεννάται, όμως, ένα αμείλικτο – σε αντίθεση με μένα τον ίδιο – ερώτημα. Τελικά, ποιος άνθρωπος από τους δύο είμαι; ο φιλεύσπλαγχνος ή ο εξολοθρευτής;

[ 2013 ]