Είδηση #882

Πολύνεκρες συγκρούσεις στα Ιμαλάια

Πρώτη καταχώρηση: Τετάρτη, 17 Ιουνίου 2020, 17:20

Πηγή: Zougla.gr


Χωρίς πυροβόλα όπλα, αλλά με αυτοσχέδια ρόπαλα και πέτρες, Ινδοί και Κινέζοι στρατιώτες συγκρούονται για 4η συνεχόμενη ημέρα στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών στα Ιμαλάια. Από τις συγκρούσεις έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής δεκάδες θάνατοι, ίσως περισσότεροι από 70, και από τις δύο πλευρές.

[ ... ]

Όλα ξεκίνησαν όταν μια περίπολος από Ινδούς στρατιώτες συνάντησε Κινέζους συνοριοφύλακες σε μια στενή λωρίδα γης στα δυτικά Ιμαλάια. Οι στρατιώτες άρχισαν να παλεύουν -αφού απαγορεύεται να φέρουν όπλα στη συγκεκριμένη περιοχή-, όταν ένας Ινδός αξιωματικός έπεσε στο κενό. Στο σημείο έφτασαν ενισχύσεις από την Ινδία και τελικά περίπου 600 στρατιώτες ενεπλάκησαν στη μάχη με γυμνά χέρια.

Σύμφωνα με ινδικές πηγές, τουλάχιστον 50 Κινέζοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Η μάχη διήρκεσε περίπου 6 ώρες και οι περισσότεροι στρατιώτες σκοτώθηκαν πέφτοντας στον γκρεμό.
* * *

Για τέσσερις ημέρες, ανθρώπινα κορμιά συγκρούονταν και πάλλονταν, ένα πάνω στο άλλο, σ' ένα βίαιο συνονθύλευμα βγαλμένο, λες, από μιαν άλλη εποχή. Κυλισμένες στη σκόνη ή τσακισμένες στο βράχο, οι αντίπαλες ομάδες κινούνταν και πλάθονταν περισσότερο από τη λύσσα μιας βαθιάς, λησμονημένης φύσης, παρά απ' τη συνηθισμένη σύγχρονη δολοφονική νηφαλιότητα, η οποία αποκενώνει τον άνθρωπο απ' την ανθρωπινότητα. Με τα χέρια γυμνά ή μάλλον απογυμνωμένα απ' τις αναγκαιότητες της εποχής - το ατσάλι, τον ηλεκτρισμό, την απόσταση - τ' ανακατωμένα πλήθη των αντρών, δίχως την ψυχρή κτηνωδία της μηχανής, επέστρεψαν σ' εκείνη την απλή τιμιότητα του ζώου, το οποίο παλεύει μονάχα με τα τέλεια εφόδιά του: το σώμα και τη θέληση - αν δηλαδή εξαιρέσει κανείς την εξ απαλών ονύχων πλύση εγκεφάλου, η οποία είναι συχνά υφέρπουσα. Κι άλλοτε πάλι, αυτοσχεδιάζοντας πάνω στην τυχαιότητα του περιβάλλοντος - με κοτρώνια και σπασμένα κλαδιά - εξασκείται μόνον εκείνη η ελάχιστη δόση ευφυίας που απαιτείται, ώστε μήτε ο μαχητής να κατρακυλήσει δυσανάλογα στην απανθρωπιά της σύγχρονης νοημοσύνης, μήτε το ζώο να χαθεί στιγμή από τα μάτια, αλλά ίσα-ίσα τα γεγονότα ισορροπούν στο μεταίχμιο όπου διακρίνεται μ' ευκρίνεια το ξεχωριστό τούτο ζώο που συνιστά ο άνθρωπος. Μ' αυτόν τον τρόπο, το πάλεμα χρωματίζεται ακριβώς με τις αποχρώσεις της ανθρώπινης μοίρας, αναλλοίωτες απ' τη διαφθορά του πολιτισμού. Σάρκα να συντρίβεται πάνω στη σάρκα, τριγμοί οστών που αναμετριούνται με οστά, νύχια και δόντια, ανοιγμένα κεφάλια, αφρισμένες γνάθοι, συσπασμένοι μύες, ετούτο το ανακάτωμα της ύλης μοιάζει ν' αποπνέει κάτι θανάσιμα και νοσηρά ερωτικό. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς μέσα σ' αιμορραγικό παραλήρημα από σφαίρες των πενήντα, διαμελισμένος από ακαριαίες εκτονώσεις ύλης κι ενέργειας ή άδοξα συνθλιμμένος πάνω στον ανυποχώρητο βράχο, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δε μπορούμε ν' αρνηθούμε στην κάθε μέθοδο θανάτου τη δική της ιδιαίτερη εξιστόρηση.

Αν στεκόμασταν κάπου παράμερα, μάρτυρες της αναχρονιστικής ετούτης σύρραξης, θαρρώ πως δε θα φαινόταν στο παραμικρό παράδοξο αν παρατηρούσαμε ξάφνου τους αντιμαχόμενους να κοντοστέκονται περήφανα σε ζεύγη, ενώπιος ενωπίω, αναριθμώντας ο καθένας τη γενιά και την καταγωγή του. Αναγνωρίζοντας στο μετέωρο κέντρο, κάπου ανάμεσά τους, τη βαρύτητα της δικαιοσύνης ή της θεϊκής αναγκαιότητας η οποία οδήγησε τα βήματά τους σ' αυτό το συναπάντημα, απαιτώντας με τον τρόπο αυτό ν' αποκατασταθεί μια τάξη του κόσμου. Μα τούτα είναι ρομαντισμοί άλλων χιλιετηρίδων και μιας κοινωνίας παντελώς ξένης με τη σημερινή κι είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που η λυσσαλέα αναμέτρηση της είδησης μοιάζει τόσο παράταιρη.. Δεν έχουν θέση, όλα τούτα, στις απρόσωπες ορδές των αριθμημένων μαζών, όπου ο πολεμιστής δεν είναι τίποτε περισσότερο από φρέσκο κρέας μιας παγκόσμιας κιμαδομηχανής. Ο σημερινός στρατιώτης δεν έχει πρόσωπο αφού στις μέρες μας κανείς δεν έχει - όλοι όμως έχουν φωτογραφία. Ο σημερινός στρατιώτης δεν έχει παρελθόν, δεν πλάστηκε από καμία αλληλουχία γεγονότων κι ούτε, φυσικά, μαίνεται στα σωθικά του οποιοδήποτε πάθος ή ο παραμικρός πόθος. Δεν είναι πρόσωπο να σταθείς απέναντί του, ούτε κι απέναντι σε σένα σύμμετρος άλλος να σταθεί, παρά κρυβόμαστε απ' την απόσταση - κάποτε την ιδεολογία - κι αφήνουμε τις κάννες να μιλήσουν για λογαριασμό μας. Ούτε υπάρχει, βεβαίως, και τίποτε να ιστορηθεί ή να προοικονομηθεί, ποιος είναι γραμμένο να πεθάνει και γιατί, ποιος είναι ταγμένο να σκοτώσει. Μόνον υπάρχουν άψυχα, πλαστικά στρατιωτάκια και μια χούφτα αρρωστημένοι ηγέτες, αιώνιοι δραπέτες τούτοι μιας παράδοξα αναπόδοτης νέμεσης, που μόνους θεούς τους αναγνωρίζουνε την ύλη, τα κάτοπτρα, τον καρκίνο.

Γι' αυτό σα βλέπω ανθρώπους να πιάνονται στα χέρια μέχρι θανάτου, όσο ξένη κι αν στέκεται στην ιδιοσυγκρασία μου, η εικόνα ετούτη είναι αμέτρητες φορές πιο ανεκτή, πιο ανθρώπινη κι ακόμη ελπιδοφόρα απ' οποιοδήποτε χαράκωμα, στρατόπεδο συγκέντρωσης ή τ' απολυμασμένα γραφεία μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής.

Ρένα Κουμιώτη

Πριν δυο χρόνια ακριβώς, ένα ισχαιμικό επεισόδιο μου στοίχησε ανεπιστρεπτί (;) την πρώτερη μουσική διαύγεια, την ικανότητα να κατανοώ ή να υποτάσσομαι στη μελωδία, να λατρεύω βαθιά κι ολόψυχα, να κυματίζω σύμμετρος με τα πυκνώματα ή τις υφέσεις του ήχου. Η ακοή μου, παρότι δεν έχασε στο παραμικρό σ' ευαισθησία, έγινε όσο φάλτσα χρειάζεται για να μισείς εκείνο ακριβώς που θα 'πρεπε να ευλογείς ή έστω να εκτιμάς, δηλαδή ό,τι σ' απόμεινε. Οι ήχοι, όμως, δε λυπούνταν (όπως καμία αναπηρία, οσοδήποτε μικρή) κι αντηχούσαν διαρκώς μες στο κρανίο μου αλλοιωμένοι, ασύμμετροι, ανοίκειοι. Ο κόσμος μεταμορφώθηκε σ' ένα καινούργιο περιβάλλον, σε κάποιο βαθμό ξένο ή, κάποτε πολύ χειρότερα, επώδυνο κι απωθητικό - αν όχι ενίοτε και εχθρικό. Έτσι ξεκίνησε μια νέα περίοδος απομόνωσης, όπου η ψυχή μου έβρισκε γαλήνη και καταφύγιο στη μοναξιά, αποφεύγοντας ή ξεδιαλέγοντας τα ερεθίσματα ανάλογα με τις δυνάμεις της. Κι ωστόσο, πού και πού, από κάποιες ακουστικές συγκυρίες ξεχωριστές και ανερμήνευτες, το θαύμα μ' έκρινε πάλι άξιο, με καταδεχόταν. Το παλιό, λησμονημένο γήτεμα κατάφερνε να τρυπώσει ξανά στα σωθικα μου, ν' ανακαλύψει δίοδους πίσω και μέσα από τη σφραγισμένη ήττα μου. Σαν άγριο σπυρί κι ετούτη η χάρη των θεών, το δώρο της μουσικής, αφουγκραζόταν περιστασιακά όσες πιθαμές γόνιμου φλοιού αντιστέκονταν ακόμη, όσες γωνιές λησμονημένης ικμάδας, κι εναπόθετε τότε τις ρίζες του μ' ευγένεια μέσα μου.

Τις στιγμές ετούτες, όταν με καταδέχεται η χάρη, η αποξηραμένη πατίνα καταλύεται. Τα μάτια μου καταρρέουν θολωμένα σε πηχτούς υγρούς σβώλους. Για λίγο, νιώθω και πάλι ευτυχισμένος. Χθες συνέβη μια παρόμοια επίσκεψη, σα διαπίστωσα και πάλι βουρκωμένος πως η λατρεμένη φωνή της Ρένας Κουμιώτη παρέμεινε κι ετούτη - μέσα σ' ελάχιστα - οριακά ανέγγιχτη, αναλλοίωτη από την ισχαιμία. Η φωνή της, ώριμη και ζεστή, ιδιαίτερη όσο δεν είναι άλλης γυναίκας, σαρώνει τις αισθήσεις από τη μιαν άκρη ως αντίκρυ, διεκδικεί όχι ενα μέρος μα το σύνολο, πληρώνοντας κάθε γωνιά σου αθρόα κι αδιαμεσολάβητα. Γεμίζει τη νεκρική ασυναρτησία με λησμονημένη ζωή, μ' έρωτα. Κυλά στα σωθικά ίδιο γλυκό μολύβι που κατακαίει θεραπευτικά, μεταμορφώνοντας τη μιζέρια σε πύρωμα, το φαρμάκι σε μεθυστικό ποτό και πρόσκληση μετοχής. Η ξεχωριστή τούτη χροιά όμως δεν είναι σε κάθε τραγούδι αντάξια του εαυτού της κι ούτε κάθε τραγούδι στέκεται αντάξιο ετούτης της χροιάς. Είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς πάνω στη φωνή της Κουμιώτη, δίχως να γίνει βαρετός, άστοχος ή «παράφωνος». Ετούτο το απογοητευτικό αίσθημα - απογοητευτικό λόγω της μεγάλης προσδοκίας - με κατέκλυζε, φυσικά, πολύ πριν πιάσω να στραβοκαταπίνω θρόμβους. Σαν έχει προηγηθεί ένα «Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτες», όπου η φωνή της Ρένας βαθαίνει στα βάθη μιας εξομολόγησης κι όπου το μέταλλο της φωνής της ακονίζεται σαν τραχύ μαχαίρι στα γρέζια της καρδιάς σου, πώς τότε ν' ανεχτεί κανείς το αξιοπρεπές μα ήσσον «Σ' ένα δέντρο δυο κλωνάρια»; Για ποιο λόγο να μην ξεχαστεί το τελευταίο την αμέσως επόμενη στιγμή, ως οριακά «ενοχλητικό»; Γι' αυτόν και μόνο το λόγο - και όχι εξαιτίας των προσωπικών της επιλογών - νομίζω ταπεινά πως η Ρένα Κουμιώτη ήταν «καταδικασμένη» εξ αρχής ν' ανήκει σ' εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, τους οποίους θα θυμόμαστε για τραγούδια μετρημένα στα δάχτυλα. Αλλά τούτο δεν κρύβει τίποτε υποτιμητικό κι ούτε υπάρχει ο παραμικρός λόγος να συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Τα τραγούδια τους ετούτα θα τα θυμόμαστε αλησμόνητα, θα τα φυλάμε κόρη οφθαλμών μέχρι τέλους, υπονοώντας έναν ασύγκριτο θαυμασμό και μια ανυπόκριτη αφοσίωση.

Η χθεσινή αφορμή, το «Δώσε μου το στόμα σου», είναι από τα τραγούδια εκείνα που δίχως να 'ναι επικά από τη φύση τους γίνονται επικά αφού τ' αγγίσει ο κατάλληλος ερμηνευτής. Όχι, να πούμε, εκείνος που απλά θα σηκώσει το τραγούδι στους ώμους του μ' επαγγελματική αξιοπρέπεια ή δεξιοτεχνία, μα εκείνος που ίσα ίσα θα το πιάσει να το δημιουργήσει απ' την αρχή σα να 'ταν η πρώτη ύλη του - σχεδόν ασεβώντας - σα να μην υπήρχε τίποτε νωρίτερα από σκόρπιες λέξεις ή τσαλακωμένες παρτιτούρες. Θα μπορούσε το «Χελιδονάκι» να είναι ένα ακόμη τρυφερό, ερωτικό τραγούδι, λαξεμένο με περισσή βέβαια ευαισθησία απ' τον άλλο εκείνο ξεχωριστόν άνθρωπο, το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Κι όμως, σαν το 'πιασε στα χείλη της η Κουμιώτη το εκτοξεύσε ανεπίστρεπτα στα δώματα των θεών. Ή, αν το θέλει κανείς, το καταβύθισε στην άβυσσο εκείνη όπου κατοικούν από καταβολής κόσμου οι στρατιές όσων ερωτεύτηκαν αληθινά και βαθιά - πάει να πει απελπισμένα. Ετούτη τη θεμιτή, αυτόβουλη παράδοση, την απαντοχή του ανθρώπου που δεν αγαπά απλώς μα έχει γίνει ο ίδιος ολάκερος ένα κορμί από αγάπη έτοιμο να δωθεί, την έχει συλλάβει με απαράμιλλο τρόπο η δωρική πένα του κυρ-Λευτέρη. Μα δε θα 'ταν παρά τρυφεροί στίχοι της αγάπης, δίχως τη μοναδική Κουμιώτη να τα δέσει όλα τούτα σ' αυτόν τον αξεπέραστο, αρχετυπικό λυγμό που ενώνει τους ερωτευμένους κι ο οποίος εκφέρεται εδώ με τη γυμνή ευθύτητα και την εμπιστοσύνη ενός μαχητή - πάει να πει με περηφάνεια - παρά με το ηττοπαθές κλαψούρισμα μιας αδύναμης καρδιάς. Πάρε με, λοιπόν, και κάνε με ό,τι θες.

Σας ευχαριστώ για πάντα, Ρένα Κουμιώτη, Λευτέρη Παπαδόπουλε, Μίμη Πλέσσα, καθώς άλλος με την πένα του, άλλος με τα πλήκτρα του κι άλλη δε με τη φωνή της, γράψατε πάνω στην ύπαρξή μου με δύναμη τέτοια, ώστε κατανικήσατε ακόμη και τις αντιστάσεις ενός εγκεφάλου μερικά απονεκρωμένου. Κι ακόμη σε ότι αφορά εμένα προσωπικά, σας ευχαριστώ όχι μόνο (ή τόσο) γιατί ξαναγεννήσατε μέσα μου άπαξ κάτι που νόμισα πως έσβησε δια παντός, μα γιατί μου επιστρέψατε ένα δώρο ζωής διαρκές. Γιατί θα με κρατάτε γεννημένο - δηλαδή ερωτευμένο - εις το διηνεκές, ως εκείνη τη στιγμή που δεν είναι πλέον καμία παράταση και για κανέναν.


Είδηση Νο 87221

Επίθεση με τρεις νεκρούς στη Βρετανία
Πρώτη καταχώρηση: Σάββατο, 20 Ιουνίου 2020, 23:28 
Πηγή: Zougla.gr

[ ... ]

Ένας αυτόπτης μάρτυρας που μίλησε στην εφημερίδα Mirror είπε ότι ο δράστης με το μαχαίρι «φώναζε ακατανόητες λέξεις» πριν μαχαιρώσει ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί στο πάρκο σε ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ στο Ρέντινγκ, περίπου 65 χλμ. δυτικά του Λονδίνου.

* * *

Με ακατανόητες λέξεις όπως «αγάπη», «μετοχή», «βίωμα», «αλληλεγγύη» και άλλα παραληρήματα, η σημασία των οποίων δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί από τις αρχές, φαίνεται πως πλησίασε ο φερόμενος ως δράστης την ανυποψίαστη παρέα, τρία μέλη της οποίας άφησαν την τελευταία τους πνοή λίγες στιγμές αργότερα. Αυτόπτες μάρτυρες ισχυρίζονται ότι τα θύματα σωριάστηκαν επιτόπου, τεμαχισμένα σε αδρές εγκάρσιες ενοχές, και μόνο στο άκουσμα του ασυνάρτητου λόγου, πολύ πριν δηλαδή γίνει αντιληπτό το μαχαίρι, ο ρόλος του οποίου παραμένει τελικά αδιευκρίνιστος. Παράδοξο παραμένει ακόμη το γεγονός ότι παρά τις ακάματες προσπάθειες των αρχών, έχει σταθεί μέχρι στιγμής αδύνατο από την συγκέντρωση των τεμαχισμένων μελών να ανασυσταθεί ένας πλήρης και ακέραιος άνθρωπος, παρότι οι εμπειρογνώμονες επιμένουν πως το «υλικό» που 'χουν στα χέρια τους είναι παραπάνω από αρκετό.

Το βλέμμα του θανάτου



Σα φτάσει η ώρα να με τιμήσει ο θάνατος, θα με κοιτάξει ακριβώς με τούτη τη ματιά. Δε θα 'χει το βλέμμα του αυστηρό ή τιμωρητικό, δε θα ζητήσει λόγο. Μήτε θα σταθεί μ' εκείνες τις αδειανές κόγχες των μαραμένων κρανίων να χάσκουν σκοτεινές κι ανέκφραστες απέναντί μου. Όχι! Το βλέμμα του θα είναι γυμνό και τίμιο ερώτημα. Θα 'χει δανειστεί κάτι απ' το κρυστάλλινο αυτό βλέμμα σου, μικρή μου Ιμάν, ή μπορεί πάλι - αν είμαι τυχερός - να 'σαι κι εσύ η ίδια που θα 'ρθείς να με γυρέψεις, να μ' οδηγήσεις απ' το χέρι. Στην όψη σου, πηχτή ανερμήνευτη ντροπή σαρκώνεται μέσα μου, σέρνεται ανεμπόδιστα, καταλυτικά. Λεηλατεί αδήριτα την ύλη που με κρατά ορθό, θρομβώνει ό,τι με κρατά ζωντανό, την ελπίδα, το χαμόγελο, την επιθυμία. Κι ίσως ετούτη τη ντροπή παλεύω να εξιλεώσω με την προσμονή να εναποθέσω τη ζωή μου στα χέρια σου, σαν έρθει η ώρα. Σαν αντιστάθμισμα, δηλαδή, μιας αδικίας που ξεπερνάει όχι μόνο εμένα μα κι οποιοδήποτε μέτρο των ανθρώπων. Μικρή μου Ιμάν, στους μόλις 18 σου μήνες ήρθες αντιμέτωπη με το πρόσωπο του κόσμου. Γνώρισες αυτό το πρόσωπο στην πλήρη του αιχμηρότητα και διαύγεια, όπως εγώ δε θα καταφέρω ποτέ μου να γνωρίσω, με τις εκατοντάδες στρογγυλεμένες λέξεις και τη φιδίσια μου περπατησιά.

Διαβάζουμε συχνά για τ' αδειανό, γυάλινο βλέμμα των νεκρών. Μα τούτο τ' άσπιλο κρύσταλλο που 'χεις στα μάτια, που στέκει τώρα ξέχειλο μπροστά μου, έτοιμο να εκραγεί από σκοτεινή εκφραστική πληρότητα, ακόμη και τώρα, με τόση καθυστέρηση, ζητά παραμυθία. Και ξεχειλίζει ακόμη από τ' αμέτρητα εκείνα θαύματα, τα οποία δεν πρόλαβαν να ειπωθούν ή ν' αντικρύσεις. Τι να προλάβεις, ψυχούλα μου άγουρη, στο μεσοδιάστημα μιας τόσο σύντομης διαδρομής ανάμεσα σ' αρχή και πέρας, ώστε δυσκολεύεται κανείς ακόμα και να τ' ονομάσει τούτο «ζωή»; Οι μετρημένες ανάσες των 18 μηνών σου, πώς είναι δυνατόν να ενταχθούν σ' οποιονδήποτε ορισμό μιας φευγαλέας ευτυχίας, πόσο μάλλον τώρα, πολιορκημένες από συνθήκες τόσο κτηνώδεις κι άθλιες όσο αυτές που σε γαλούχησαν; Πόσο θράσος να 'χει, λοιπόν, κανείς ώστε να μιλήσει για λογαριασμό σου Ιμάν; Κι εγώ ακόμη, φτηνός, μικρός, τι κάνω εδώ παρά να βλασφημώ, ξερνώντας αυτά που μόνον η δική μου καρδιά γυρεύει, αγνοώντας πώς να στριμώξω σε λέξεις την εκκωφαντική σιωπή σου; Και τα γλυκά χειλάκια σου, μικρή μου, τα μισάνοιχτα γλυκά χειλάκια σου, σταματημένα απότομα, βίαια, μοιάζουν παγωμένα ακριβώς εκεί, μετέωρα πάνω από μια τελευταία λέξη, ένα ψιθυριστό παράπονο. Στέκουν εκεί γεμάτα έκπληξη, απορία, απέναντι σ' ένα θάνατο για τον οποίο ποτέ κανείς δε σε προετοίμασε κι ούτε κανείς κατάφερε να σε προφυλάξει. Μικρούλικα χείλη παρατημένα από το χρώμα της ζωής, καταμεσίς παρατημένα στο συλλάβισμα μιας άδολης κραυγής.

Κι όμως, ο θεριεμένος λόγος της ύπαρξης, έχει κι αυτός μια δύναμη ανυπέρβλητη και συχνά ισοδύναμη εκείνης του θανάτου. Όταν τα χείλη στερούνται τη φωνή τους, στερούνται την έκφραση, όταν κι οι πράξεις τον αρνούνται, ο λόγος ωστόσο αδάμαστος, ακατάβλητος, βρίσκει διαρκώς τρόπους να δραπετεύσει. Η τελευταία κραυγή ενός πλάσματος που ξεψυχά είναι αδύνατο να φιμωθεί, όπως ακριβώς είναι αδύνατο να φιμωθεί μια τρικυμία, ένας βαθύς πόνος. Η τελευταία κραυγή δεν έχει ανάγκη τη γλώσσα, τα χείλη ή τον ήχο. Γίνεται κραυγή η ίδια η όψη του ανθρώπου, το σώμα του, το κύτταρο που τον συνθέτει. Η κραυγή του ανθρώπου περιγελά την επίπλαστη λέξη. Όπως το ζώο κι ο άνθρωπος, συμμετέχει σ' αυτήν μ' ολάκερη την υπόσταση, το είναι του. Οι γλωσσικές αρθρώσεις γίνονται αρθρώσεις χεριών και δαχτύλων, σπονδύλων και μηρών. Τα σημεία στίξης γίνονται συστροφές μυών και τανυσμοί νεύρων, ρίγη που συνταράσσουν το κορμί, σιωπές που παραλύουν. Το χρώμα του λόγου κυριαρχείται τώρα από το μέταλλο του αίματος ή την ώχρα της απώλειάς του, τον ίκτερο του ματιού ή τις μυριάδες κι ανείπωτες εκείνες αποχρώσεις απ' την παλέτα του θανάτου, τις οποίες μπορεί ν' αποκτήσει ένα σώμα ξεψυχώντας. Κανόνες της σύνταξης γίνονται, τώρα, οι βιολογικοί σπασμοί μιας ύλης που παλεύει ν' αναιρέσει τους τεμαχισμούς της και ν' αποκτήσει πάλι νόημα. Μα πολύ περισσότερο, λόγος γίνεται εκείνη η ανερμήνευτη εμπειρία και μαρτυρία ενός ανείπωτου όλου, μιας ασπαίρουσας όψης την οποία αντιλαμβάνεται κανείς μονάχα με τα σωθικά του. Μια δίνη παραλογισμών η οποία προκαλεί ναυτία και θρυμματίζει κάθε γραμματική τάξη και δυνατότητα λεκτικής εκτόνωσης. Είναι ένα αίσθημα αδύνατον να καταγραφεί ή να περιγραφεί με άλλον τρόπο, παρά μόνον από την αμεσότητα των αισθήσεων του όντος απέναντι στο ον. Εξ ου κι ο νους καταρρέει ανυπεράσπιστος σε κονιορτό και λάσπη, απέναντι σ' αυτην τη νέα επίθεση του κόσμου. Δεν έχει τάξη να καταφύγει κανείς απ' το παράλογο ετούτης της αντίφασης που συνιστά ένα νεκρό παιδί, του οποίου μάλιστα ο νεκρικός λόγος είναι δυσανάλογα πλουσιότερος κι εκφραστικός σε σχέση με το λόγο εκείνο που πρόλαβε ποτέ ν' αρθρώσει ατό του.

Μικρή μου Ιμάν, μικρό γλυκό μου πλάσμα, σε κοιτώ στα μάτια κι όσο κοιτώ τα δικά μου κυλούνε ακατάσχετα κι όλα θολώνουν μπρος μου, η μορφή σου κι ο κόσμος ανακατώνονται. Δεν υπάρχει σωτηρία από τούτη τη φυλακή απελπισίας άλλη, απ' την απόλυτη κατάθλιψη ή την απόλυτη οργή. Όχι όμως εκείνη που πνίγεται σαν αναφιλητό, μα την οργή που γίνεται γροθιά κι αποκαθιστά τον κόσμο ένα βήμα ή μια ζωή πίσω. Μα για σένα δεν είναι πια επιστροφή, μικρή μου Ιμάν. Μικρό γλυκό παιδί μου, άγγελε μες στους μυριάδες π' απόμειναν άστεγοι από μοίρα κι ουρανό, μόνον αυτό μπορώ 'δω χάμου να ψελλίσω: συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη, γιατί σταθήκαμε τόσο ανεπαρκείς, τόσο μικροί στη δύναμη, τόσο μικρότεροι από σένα!

[ Πηγές: Synoraanoixta / Anadolu / Gettyimages ]

Qinni

Δίχως να γνωρίζω διόλου την ευαίσθητη αυτή ψυχή, η οποία φανερωνόταν στo ηλεκτρονικό σύμπαν με το ψευδώνυμο Qinni, βαρυθύμησα μ' αναπάντεχη και παράδοξη θλίψη σαν έμαθα το θάνατό της. Σα να μιλούσαν για δικό μου άνθρωπο -μια παλιά συμμαθήτρια, έναν ξεχασμένο γείτονα, ένα ζεστό χαμόγελο που με σημάδεψε ανεξίτηλα. Για τους γνωστούς της ο θάνατος δεν ήταν ακριβώς αναπάντεχος, μαθαίνω πως χρόνια πάλευε για την υγεία της κι είναι η τέχνη της θαρρώ σημαδεμένη από τούτο. Είχα φυλάξει το σύνδεσμο, απ' όπου πληροφορήθηκα το θάνατό της, για κάποια πιο ταιριαστή στιγμή. Έτσι σήμερα, βυθισμένος καθώς βρίσκομαι σε μια γλυκιά εσωστρέφεια, επέστρεψα να συνομιλήσω με τις μνήμες αυτού του γλυκού ανθρώπου. Αναζητώ τα έργα της στο διαδίκτυο. Εδώ θα βρείτε πολλά συγκεντρωμένα. Κάποια απ' τα σκίτσα της σχεδόν οικεία, σα να τα γνώριζα από πάντα, αρχικά μπορεί να φανερώνουν μιαν αφέλεια μ' αν σταθεί κανείς με προσοχή θα του φανερωθεί μια δουλεμένη, πηγαία τρυφερότητα. Ακριβώς γι' αυτό έχει αξία κι η τέχνη της είναι -για μένα- χιλιάδες φορές σημαντικότερη από ένα σωρό δημιουργίες, που θα μπορούσαν να μην είχαν διόλου υπάρξει δίχως μας κάνει την παραμικρή διαφορά -όπως να πούμε ετούτο το άθλιο πορτρέτο ενός ηγεμόνα. Τα έργα της Qinni δεν ήταν απλές φαντασιοπληξίες του συρμού, σκηνοθετήματα που εξαντλούνταν στη μανιέρα και τον εντυπωσιασμό, μα περισσότερο ήταν ψυχογραφήματα ενός ευαίσθητου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Είναι απείρως διαφορετικό όταν κανείς ζωγραφίζει αυτό που νιώθει, παρά εκείνο που βλέπει ή που φαντάζεται, έτσι στεγνά. Εδώ είναι η σημασία, η ανάγνωση ενός δημιουργήματος να συνιστά μορφή συνομιλίας κι όχι απλά αισθητικό καταιγισμό. Να συνομιλείς με την ψυχή ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν το μέσο -δηλαδή η τέχνη του- στερείται σε τελειότητα ή μεγαλείο, τι άλλο στοίχημα μπορεί να κερδίσει κανείς από τους καθημερινούς καλλιτέχνες, εκείνους δηλαδή που δεν τους έχει στέψει η Ιστορία δαφνοστέφανα κι άλλα ετεροχρονισμένα; Εντάξει, δε θα πω περισσότερα κι ένας απ' τους λόγους είναι πως υπάρχει φόβος, τιμώντας κάποιον υπέρμετρα, να βλασφημείς τελικά κι ασυνείδητα απέναντί του, παρουσιάζοντας δηλαδή έναν άνθρωπο διαφορετικό από εκείνον που 'ταν. Να πω μονάχα τούτο, τελευταίο. Υπάρχουν έργα τα οποία σε πεντακόσα χρόνια θα 'χουν αξία μονάχα για τους κριτικούς και τους ιστορικούς της Τέχνης, έργα τα οποία θα 'χουν ψοφήσει μαζί με την εποχή που τα γέννησε. Υπάρχουν κι έργα, μπορεί και σκαριφήματα του ποδαριού, τα οποία ακόμη και τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, αν σκύψει κανείς από πάνω τους θ' αφουγκραστεί τον ίδιο ψίθυρο του ίδιου ανθρώπου, του ίδιου ακριβώς πλάσματος το οποίο γνώρισε κάποτε το φως αυτού του κόσμου, γέλασε, αγάπησε, πόνεσε πολύ κι έπειτα -νωρίς, αργά, δεν έχει σημασία- έγειρε και ξεψύχησε κατά τις προσταγές της κοινής μοίρας. Ετούτη η τίμια, διαχρονική γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλούν μεγάλα έργα, όπως τα πορτρέτα του Φαγιούμ, ή άλλα ταπεινότερα όπως οι τρυφερές διαδρομές της Qing Han, καθένα στην κλίμακά του. Αυτό είναι, λοιπόν, ένα αργοπορημένο αντίο κι από μένα.

Υστερόγραφο

Είναι πολλά εκείνα τα οποία ζηλεύω σ' έναν «άστεγο» από επιλογή. Έχω γνωρίσει έναν τουλάχιστον τέτοιο λεύτερο άνθρωπο, το Γιώργο, καβάλα στο ποδήλατό του κι εγώ στο δικό μου, εκείνο το καλοκαίρι του 2006 σ' ένα δρόμο έξω απ' το Αίγιο. Μα υπάρχουν τα εξής τρία που δε θα κατάφερνα ποτέ να ελέγξω: το κρύο, η διαρκής παρουσία των ανθρώπων κι η έλειψη καθαριότητας. Μεταξύ αυτών, ωστόσο, μόνο τα δυο πρώτα μπορούν να σε σκοτώσουν. Καθένα, βέβαια, με τον ιδιαίτερο τρόπο του: το πρώτο μοναχικά και γρήγορα, το δεύτερο αργά και βασανιστικά.

Να 'σαι καλά, όπου κι αν βρίσκεσαι!

Άστεγοι με κουστούμια

Κι ωστόσο, σα συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, η αφορμή δεν ήταν διόλου πρόσχαρη κι ο νέος κόσμος που αναδύεται δεν είναι διόλου νέος. Κάθε που το κοινό της αστικής αρένας φτάνει να χασμουριέται στο τετριμμένο θέαμα, πιάνουν δουλειά οι σκηνογράφοι κι οι ενδυματολόγοι. Αλλάζουνε οι σκλάβοι τα κουρέλια τους μ' επώνυμα υφάσματα, τα σκονισμένα πεδία των μαχών στρώνονται άσφαλτο και φωτεινοί σηματοδότες υποβοηθούν την αποκομιδή νεκρών, τα πεινασμένα εξωτικά θηρία αντικαθίστανται τώρα με χορτάτους συμπολίτες μας -στο παραμικρό λιγότερο σαρκοφάγους. Η ίδια παράσταση από τότε που πρώτη φορά άνθρωπος χειροπέδησε άνθρωπο, η ίδια ανθρώπινη τραγωδία, εξακολουθεί να εκτυλίσσεται αμείωτη, ακάματη, υποδεικνύοντας, σε κάποιο βαθμό, πως εφτά ή δέκα χιλιάδες χρόνια αν προχωρήσαμε ένα βήμα ήταν στην αρτιότερη ύφανση του σάβανου. Βέβαια, ούτε στιγμή δεν μπέρδεψα τον εαυτό μου για ρεαλιστή, μονάχα απαισιόδοξο.

[ Αφορμή: PROlogos.gr ]

Κοιμώμενοι ωραία

Οι άνθρωποι π' αποκοιμούνται στα τρένα, τα λεωφορεία ή αλλού, όταν δεν είναι επιστέγασμα εξαθλίωσης (*) μα τίμιας κούρασης, είναι μικρές διαρροές ανθρωπινότητας σ' έναν κόσμο κατα τ' άλλα αδιάφορα παγερό, σχεδόν πεθαμένο. Σαν τις παρέες των εφήβων που γελούν κι αναμειγνύονται αυθόρμητα ή τα πλεγμένα χέρια των ανθρώπων που αγαπιούνται, περιγελούν τις επιφάσεις καθωσπρέπειας και φανερώνονται με την καθαρή γύμνια ενός μωρού. Αφήνονται στη χρεία τους, δεν υπερασπίζονται τον καθρέφτη, ομολογούν περίτρανα ότι δεν είναι παντοδύναμοι. Τα παραδωμένα τους πρόσωπα, έτσι όπως αφέθηκαν ακούσια να μη μετέχουν πλέον στη γελοιότητα του περιβάλλοντος, γεμίζουν την καρδιά μ' εκείνη την πρωτόγονη χαρά της απόδρασης από μια φυλακή -εν προκειμένω της νοσηρής πραγματικότητας. Οι άνθρωποι π' αποκοιμούνται στα τρένα ή αλλού δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν, αν τους εξηγούσα, πόσο ομορφαίνουν τη ζωή και τις διαδρομές μας, όχι γιατί 'ναι σε κάποιο βαθμό αστείοι ή ευάλωτοι, μα περισσότερο γιατί μας ψιθυρίζουν γητέματα λησμονημένων μάγων, γαληνεύοντας τα πάθη που μέχρι εκείνη τη στιγμή ροκάνιζαν τον εσωτερικό μας κόσμο. Γιατί μας θυμίζουν πως ακόμα και μες στην τρέλα ενός καθημερινού πολέμου, υπάρχουν ακόμη πράγματα να σεβαστούμε.

(*) Ξαναδιαβάζοντας φοβάμαι μήπως η διατύπωση αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: η εξαθλίωση σε καμία περίπτωση δεν υποτιμάται ως μη-ανθρώπινη ή ζωώδης, απλά αφήνεται στο περιθώριο γι' άλλη συζήτηση. Τα συναισθήματα που προκαλεί ένας άνθρωπος παρατημένος απ' όλους (ενν. όλους εμάς), όπως ένας «βρωμύλος» άστεγος, ένας ναρκωμανής «χτικιάρης», δε γαληνεύουν φυσικά την ψυχή μ' αντίθετα τη συνταράσσουν και τη μαστιγώνουν. Εδώ όμως δεν επιθυμώ να μιλήσω γι' αυτά τα συναισθήματα.