Μουζικάντηδες

Οι άνθρωποι είναι γεμάτοι σπόρους. Καθώς ο χρόνος ποτίζει τις ζωές, άλλοι σπόροι ευδοκιμούν κι ανθίζουν, άλλοι πάλι - οι περισσότεροι - μαραίνονται και σβήνουν. Σα χάνονται, οι σπόροι ετούτοι γίνονται πόροι. Τώρα, έτσι είναι φύση των πλασμάτων, συνήθως, να πλάθονται κατ' έλλειψη. Εκείνο που μας λείπει, μ' άλλα λόγια, γίνεται αυτό που μας ορίζει. Από τούτη την ορφάνια γεννήθηκε το τραγούδι των ανθρώπων. Σαν ο αέρας τρυπώνει στα στήθη και τον λέμε ανάσα, γλιστρά στους πόρους που 'χουν απομείνει αδειανοί και φτιάνει τον άνθρωπο έναν ζωντανό αυλό. Γεννιέται έτσι μια μελωδία κι ένας σκοπός, μοναδικά στον καθένα. Δε λέω κάτι καινούργιο. Όλοι το 'χουμε παρατηρήσει. Άλλοι, γύρω μας, σκορπούν κεφάτα σκέρτσα κι άλλοι σιγο-σφυρίζουν αριστοκρατικά μινουέτα. Άλλοι πάλλονται κι εκρήγνυνται σε επικά ορατόρια κι άλλοι φθίνουν κι εξαφανίζονται σε παχύρρευστα ρέκβιεμ. Άλλοι διαφέρουν απ' τα αηδόνια, μόνο στο φτέρωμα, κι άλλοι πατούνε μια ζωή στον λάθος τόνο.

Τέλος, υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν μόνο να κλάνουν σα τρομπόνι. Από τη στόφα ετούτη φτιάχνονται, συνήθως, τα στρατιωτικά εμβατήρια.