Δε βγαίνει νόημα!

Τελικά ποιος το γνωρίζει, να μου πει ‘τούτο μονάχα, αν δηλαδή οι λέξεις φτιάχτηκαν για να ενώνουν ή να χωρίζουν τους ανθρώπους ; Ποιος σατανάς εφηύρε τις κουβέντες, τα λόγια «τα σταράτα», τις γνώμες και τις συγγνώμες ; Ποιος διάολος βάλθηκε να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσά μας κι άφησε να ριζώσουν μες στα κεφάλια μας ορισμοί, αίτια κι αιτιατά κι άλλα ζιζάνια και μύκητες, εν πρώτοις ακίνδυνοι για το ανεκπαίδευτο μάτι ή μυαλό ; Σπάζει ο καθρέφτης κάθε πράγματος σε χίλια κομμάτια κι άλλο είδωλο λατρεύω εγώ, άλλο εσύ κι έτσι μιλώντας τεμαχιστά, πιάνει ο καθένας το δικό του αιχμηρό θραύσμα και το καρφώνουμε ο ένας στην καρωτίδα του άλλου, λες κι είναι η αλήθεια ενέσιμη κι εμείς οι φορείς του εμβολίου.

Τα λέω τα πράγματα έτσι, γιατί κι εγώ σφαγμένος και σφάχτης αναρρώνω από κάποια μάχη πρόσφατη . Όπου πια ξέχασα να μιλώ - ή τι σημαίνει να μιλώ . Όπου είδα τούτες τις ψαλιδιές της αμφιβολίας να αποκόπτουν τα νήματα απ’ τα νοήματα κι όλες τις λέξεις να σωριάζονται - όχι στα πόδια μου, τουλάχιστον τότε θ’ αλάφρωνε λίγο το βάρος, αλλά στον τράχηλο, στους ώμους, στα ριζώματα του νωτιαίου μυελού . Είχα αναρτήσει πάνω τους – πάνω στις λέξεις εννοώ - μιαν ελάχιστη βεβαιότητα ύπαρξης, μια σιγουριά ότι κατώφλι σημαίνει κατώφλι, πως θάνατος σημαίνει θάνατος κι άλλους τέτοιους όμορφους αντιπερισπασμούς.

Μα τώρα πια, με πόση χάρη αποδείξαμε το τέλος της αθωότητας, όταν σκαλίζαμε τα ολοστρόγγυλα αραβουργήματα στα τετράδια της πρώτης δημοτικού και προσμέναμε μαγεμένοι να μας αποκαλύψουν τους μυστικούς θησαυρούς της επικοινωνίας . Κατανοήσαμε πια ότι πρόκειται για μιαν επικοινωνία κατ’ επίφαση, κάθε λέξη και μια επιταγή που αποδείχτηκε ξεδιάντροπα ακάλυπτη . Η αυστηρότητα της μολυβένιας χαρακιάς, πάνω στο λευκό χαρτί, εξαντλούνταν τελικά στην αυστηρότητα του σχήματος κι όχι του νοήματος . Κάθε φορά που παλεύω να ξεχωρίσω το χρώμα της καλημέρας, νιώθω τη λέξη να λιώνει στ’ αυτί μου σαν ηχητικό καλειδοσκόπιο . Η καλημέρα δεν είναι πια μία, είναι χίλιες-μύριες καλημέρες : άλλες γλυκές σαν ζεστή σοκολάτα τις αισθάνεσαι να γλιστρούν στα σωθικά σου σαν αντι-γύρισμα αγκαλιάς, άλλες αδιάφορες σαν πικροδάφνες πεταμένες στα κράσπεδα κάποιας εθνικής οδού, υπάρχουν απλά για να υπάρχουν, άλλες παγερές τις νιώθεις να έρπουν στην πλάτη σου, όπως το μαχαίρι γλιστρά και βυθίζεται μέσα στο βούτυρο.

Πιάνω απ’ τη μεριά μου να χτίσω γεφύρι, πιάνεις να χτίσεις κι εσύ απ’ τη δική σου . Δε λέω, γιοφύρια χτίζονται με πράξες, όχι με χρωματιστές ανάσες . Μ’ αυτό ακριβώς, ακόμα κι αν οι πράξες τούτες δε λείπουν, χρειάζεσαι κουβέντες να τις ντύσεις γιατί δε μάθαμε τη γύμνια και αισχυνόμαστε ή τη μπερδεύουμε με φτώχια – πόσο θλιβερό το τελευταίο . «Να», σου λέω, «το γιοφύρι που χτίζω για να σε πλησιάσω είναι πορφυρό» κι εσύ μου απαντάς για το δικό σου, που είναι βαθύ γαλάζιο και στο σημείο αυτό όλα μοιάζουν μαγικά (ή μαγεμένα) και γεμάτα υποσχέσεις αγγιγμάτων . Καθώς πλησιάζουμε, όμως, διακρίνω πως το γεφύρι σου δεν είναι βαθύ γαλάζιο μα ξεβαμμένο μπλε κι εσύ, όμοια, ανακαλύπτεις αντί του πορφυρού δικού μου, το καφετί της ώχρας . Στο σημείο αυτό, κοιταζόμαστε σαν άγνωστοι κι είναι το σημείο, που συνήθως παραπατούμε . Ξεχνούμε το γιοφύρι πίσω απ’ τα χρώματα . Για πάντα θα μας στοιχειώνει η σύγκριση μ’ εκείνη την αρχική, γαλάζια ή πορφυρή υπόσχεση.

Η λέξη, αυτή η καταραμένη λέξη . Κάποτε, παιδί ακόμη, σκαρφάλωσες σ’ ένα ψηλό δέντρο κι έχτισες εκεί το παραμυθένιο σου κάστρο . Οι πολεμίστρες του ευώδιαζαν ρετσίνι, πίσω απ’ τα φυλλώματα έπαιζες με τα τζιτζίκια και μελετούσες ονείρατα . Για σένα το δέντρο ήταν σπίτι σου . Κάποτε, παιδί ακόμη, προσπάθησα να σκαρφαλώσω σ’ ένα δέντρο, μα γλίστρησα και πέρασα τους επόμενους μήνες στο νοσοκομείο, στο σπίτι, στη φυσιοθεραπεία . Για μένα το δέντρο ήταν εξορία, ήταν στοιχειό . Όταν μου μιλάς για δέντρα τρομάζω . Οργίζεσαι που δεν καταλαβαίνω . Προσπαθείς να μοιράσεις ευθύνες, θέλω μονο να καταλάβεις . Θίγεσαι . Μιλώ μόνο για το δέντρο, μα εσύ θαρρείς μιλώ για σένα . Οι λέξεις, οι λέξεις . Δίχως όρια, δίχως αιδώ, διαχέονται μέσα σε ό,τι μας ορίζει, σε ό,τι μας κάνει πιο ανθρώπινους . Σαν καρκινώματα, μεθίστανται από το ένα ζωτικό μας αίσθημα στο άλλο . Οι καρδιές μας καταρρέουν προσπαθώντας ν’ αγαπήσουν ορίζοντας, άρα χωρίζοντας . Αχ η λέξη, αυτή η καταραμένη λέξη, που σα μαχαίρι τεμαχίζει τα δάχτυλα που πασχίζουν να αγγίξουν, ένα το άλλο.

Η λέξη, που δεν είναι απλά η λέξη . Η λέξη που δεν είσαι απλά εσύ . Η λέξη που είναι η μάνα σου και ο πατέρας σου . Η αυλή που μεγάλωσες, το πρώτο σου σχολείο . Οι βρωμικες πολυκατοικίες της γειτονιάς σου, τα κύματα που ζώνουν τη χώρα σου ή τα βράχια που τη στερεώνουν . Το αίμα που πότισε τα σπαρτά που σήμερα σε θρέφουν ή τα βιβλία . Η λέξη κι η γενιά της που κρατάει απ’ το χαρτί, που κρατάει απ’ τον πάπυρο, που κρατάει από μια χαραγματιά στην πέτρα . Να πολεμήσω τη λέξη δε μπορώ, ότι να πολεμήσω όλα τούτα πίσω της πρέπει . Άλλο δε μπορώ να κάνω όμως . Η πράξεις μου δεν στέκονται χωρίς τις λέξεις . Γιατί η πράξη μου γίνεται για κάποιο λόγο κι ο λόγος είναι λέξεις . Να πολεμήσω τη λέξη δε μπορώ, ότι να πολεμήσω τον εαυτό μου πρέπει, καταρχήν . Και κατόπιν τον Αλέξη, καθότι ως γνωστόν πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης . Όπερ έδει δείξαι και στ’ αρχίδια μου . Ευχαριστώ !