Qinni

Δίχως να γνωρίζω διόλου την ευαίσθητη αυτή ψυχή, η οποία φανερωνόταν στo ηλεκτρονικό σύμπαν με το ψευδώνυμο Qinni, βαρυθύμησα μ' αναπάντεχη και παράδοξη θλίψη σαν έμαθα το θάνατό της. Σα να μιλούσαν για δικό μου άνθρωπο -μια παλιά συμμαθήτρια, έναν ξεχασμένο γείτονα, ένα ζεστό χαμόγελο που με σημάδεψε ανεξίτηλα. Για τους γνωστούς της ο θάνατος δεν ήταν ακριβώς αναπάντεχος, μαθαίνω πως χρόνια πάλευε για την υγεία της κι είναι η τέχνη της θαρρώ σημαδεμένη από τούτο. Είχα φυλάξει το σύνδεσμο, απ' όπου πληροφορήθηκα το θάνατό της, για κάποια πιο ταιριαστή στιγμή. Έτσι σήμερα, βυθισμένος καθώς βρίσκομαι σε μια γλυκιά εσωστρέφεια, επέστρεψα να συνομιλήσω με τις μνήμες αυτού του γλυκού ανθρώπου. Αναζητώ τα έργα της στο διαδίκτυο. Εδώ θα βρείτε πολλά συγκεντρωμένα. Κάποια απ' τα σκίτσα της σχεδόν οικεία, σα να τα γνώριζα από πάντα, αρχικά μπορεί να φανερώνουν μιαν αφέλεια μ' αν σταθεί κανείς με προσοχή θα του φανερωθεί μια δουλεμένη, πηγαία τρυφερότητα. Ακριβώς γι' αυτό έχει αξία κι η τέχνη της είναι -για μένα- χιλιάδες φορές σημαντικότερη από ένα σωρό δημιουργίες, που θα μπορούσαν να μην είχαν διόλου υπάρξει δίχως μας κάνει την παραμικρή διαφορά -όπως να πούμε ετούτο το άθλιο πορτρέτο ενός ηγεμόνα. Τα έργα της Qinni δεν ήταν απλές φαντασιοπληξίες του συρμού, σκηνοθετήματα που εξαντλούνταν στη μανιέρα και τον εντυπωσιασμό, μα περισσότερο ήταν ψυχογραφήματα ενός ευαίσθητου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Είναι απείρως διαφορετικό όταν κανείς ζωγραφίζει αυτό που νιώθει, παρά εκείνο που βλέπει ή που φαντάζεται, έτσι στεγνά. Εδώ είναι η σημασία, η ανάγνωση ενός δημιουργήματος να συνιστά μορφή συνομιλίας κι όχι απλά αισθητικό καταιγισμό. Να συνομιλείς με την ψυχή ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν το μέσο -δηλαδή η τέχνη του- στερείται σε τελειότητα ή μεγαλείο, τι άλλο στοίχημα μπορεί να κερδίσει κανείς από τους καθημερινούς καλλιτέχνες, εκείνους δηλαδή που δεν τους έχει στέψει η Ιστορία δαφνοστέφανα κι άλλα ετεροχρονισμένα; Εντάξει, δε θα πω περισσότερα κι ένας απ' τους λόγους είναι πως υπάρχει φόβος, τιμώντας κάποιον υπέρμετρα, να βλασφημείς τελικά κι ασυνείδητα απέναντί του, παρουσιάζοντας δηλαδή έναν άνθρωπο διαφορετικό από εκείνον που 'ταν. Να πω μονάχα τούτο, τελευταίο. Υπάρχουν έργα τα οποία σε πεντακόσα χρόνια θα 'χουν αξία μονάχα για τους κριτικούς και τους ιστορικούς της Τέχνης, έργα τα οποία θα 'χουν ψοφήσει μαζί με την εποχή που τα γέννησε. Υπάρχουν κι έργα, μπορεί και σκαριφήματα του ποδαριού, τα οποία ακόμη και τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, αν σκύψει κανείς από πάνω τους θ' αφουγκραστεί τον ίδιο ψίθυρο του ίδιου ανθρώπου, του ίδιου ακριβώς πλάσματος το οποίο γνώρισε κάποτε το φως αυτού του κόσμου, γέλασε, αγάπησε, πόνεσε πολύ κι έπειτα -νωρίς, αργά, δεν έχει σημασία- έγειρε και ξεψύχησε κατά τις προσταγές της κοινής μοίρας. Ετούτη η τίμια, διαχρονική γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλούν μεγάλα έργα, όπως τα πορτρέτα του Φαγιούμ, ή άλλα ταπεινότερα όπως οι τρυφερές διαδρομές της Qing Han, καθένα στην κλίμακά του. Αυτό είναι, λοιπόν, ένα αργοπορημένο αντίο κι από μένα.

Υστερόγραφο

Είναι πολλά εκείνα τα οποία ζηλεύω σ' έναν «άστεγο» από επιλογή. Έχω γνωρίσει έναν τουλάχιστον τέτοιο λεύτερο άνθρωπο, το Γιώργο, καβάλα στο ποδήλατό του κι εγώ στο δικό μου, εκείνο το καλοκαίρι του 2006 σ' ένα δρόμο έξω απ' το Αίγιο. Μα υπάρχουν τα εξής τρία που δε θα κατάφερνα ποτέ να ελέγξω: το κρύο, η διαρκής παρουσία των ανθρώπων κι η έλειψη καθαριότητας. Μεταξύ αυτών, ωστόσο, μόνο τα δυο πρώτα μπορούν να σε σκοτώσουν. Καθένα, βέβαια, με τον ιδιαίτερο τρόπο του: το πρώτο μοναχικά και γρήγορα, το δεύτερο αργά και βασανιστικά.

Να 'σαι καλά, όπου κι αν βρίσκεσαι!

Άστεγοι με κουστούμια

Κι ωστόσο, σα συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, η αφορμή δεν ήταν διόλου πρόσχαρη κι ο νέος κόσμος που αναδύεται δεν είναι διόλου νέος. Κάθε που το κοινό της αστικής αρένας φτάνει να χασμουριέται στο τετριμμένο θέαμα, πιάνουν δουλειά οι σκηνογράφοι κι οι ενδυματολόγοι. Αλλάζουνε οι σκλάβοι τα κουρέλια τους μ' επώνυμα υφάσματα, τα σκονισμένα πεδία των μαχών στρώνονται άσφαλτο και φωτεινοί σηματοδότες υποβοηθούν την αποκομιδή νεκρών, τα πεινασμένα εξωτικά θηρία αντικαθίστανται τώρα με χορτάτους συμπολίτες μας -στο παραμικρό λιγότερο σαρκοφάγους. Η ίδια παράσταση από τότε που πρώτη φορά άνθρωπος χειροπέδησε άνθρωπο, η ίδια ανθρώπινη τραγωδία, εξακολουθεί να εκτυλίσσεται αμείωτη, ακάματη, υποδεικνύοντας, σε κάποιο βαθμό, πως εφτά ή δέκα χιλιάδες χρόνια αν προχωρήσαμε ένα βήμα ήταν στην αρτιότερη ύφανση του σάβανου. Βέβαια, ούτε στιγμή δεν μπέρδεψα τον εαυτό μου για ρεαλιστή, μονάχα απαισιόδοξο.

[ Αφορμή: PROlogos.gr ]

Κοιμώμενοι ωραία

Οι άνθρωποι π' αποκοιμούνται στα τρένα, τα λεωφορεία ή αλλού, όταν δεν είναι επιστέγασμα εξαθλίωσης (*) μα τίμιας κούρασης, είναι μικρές διαρροές ανθρωπινότητας σ' έναν κόσμο κατα τ' άλλα αδιάφορα παγερό, σχεδόν πεθαμένο. Σαν τις παρέες των εφήβων που γελούν κι αναμειγνύονται αυθόρμητα ή τα πλεγμένα χέρια των ανθρώπων που αγαπιούνται, περιγελούν τις επιφάσεις καθωσπρέπειας και φανερώνονται με την καθαρή γύμνια ενός μωρού. Αφήνονται στη χρεία τους, δεν υπερασπίζονται τον καθρέφτη, ομολογούν περίτρανα ότι δεν είναι παντοδύναμοι. Τα παραδωμένα τους πρόσωπα, έτσι όπως αφέθηκαν ακούσια να μη μετέχουν πλέον στη γελοιότητα του περιβάλλοντος, γεμίζουν την καρδιά μ' εκείνη την πρωτόγονη χαρά της απόδρασης από μια φυλακή -εν προκειμένω της νοσηρής πραγματικότητας. Οι άνθρωποι π' αποκοιμούνται στα τρένα ή αλλού δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν, αν τους εξηγούσα, πόσο ομορφαίνουν τη ζωή και τις διαδρομές μας, όχι γιατί 'ναι σε κάποιο βαθμό αστείοι ή ευάλωτοι, μα περισσότερο γιατί μας ψιθυρίζουν γητέματα λησμονημένων μάγων, γαληνεύοντας τα πάθη που μέχρι εκείνη τη στιγμή ροκάνιζαν τον εσωτερικό μας κόσμο. Γιατί μας θυμίζουν πως ακόμα και μες στην τρέλα ενός καθημερινού πολέμου, υπάρχουν ακόμη πράγματα να σεβαστούμε.

(*) Ξαναδιαβάζοντας φοβάμαι μήπως η διατύπωση αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: η εξαθλίωση σε καμία περίπτωση δεν υποτιμάται ως μη-ανθρώπινη ή ζωώδης, απλά αφήνεται στο περιθώριο γι' άλλη συζήτηση. Τα συναισθήματα που προκαλεί ένας άνθρωπος παρατημένος απ' όλους (ενν. όλους εμάς), όπως ένας «βρωμύλος» άστεγος, ένας ναρκωμανής «χτικιάρης», δε γαληνεύουν φυσικά την ψυχή μ' αντίθετα τη συνταράσσουν και τη μαστιγώνουν. Εδώ όμως δεν επιθυμώ να μιλήσω γι' αυτά τα συναισθήματα.