Ο κλέφτης των βιβλίων & άλλες ιστορίες

Συμβαίνει συχνά και στις καλύτερες οικογένειες, ν' ακούει κανείς άλλοτε ό,τι τον συμφέρει κι άλλοτε ό,τι να 'ναι. Έτσι προσφάτως, ξεφυλλίζοντας κάτι ηλεκτρονικά πρωτοσέλιδα, διάβασα ξαφνικά και προς μεγάλη μου έκπληξη, πως σε εξέλιξη βρίσκονταν «οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. για τον εντοπισμό του ληστή των βιβλίων»! Μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου είχα σκαρώσει, ασυνείδητα, ένα σωρό ιστορίες, για το προφίλ του ανθρώπου τούτου : επρόκειτο για ένα Ρομπέν των αστών, που έκλεβε βιβλία για να τα μοιράζει στους φτωχούς και αναλφάβητους; ένα σύγχρονο Βενάρδο που μοίραζε μυθιστορήματα αντί γλαδιόλες; έναν Αρσέν Λουπέν που με την ευγενή του λεπτότητα, μεταποιούσε την πεζότητα του υλικού συμφέροντος σε εστέτ εκκεντρικότητα; ή μήπως επρόκειτο απλά για φτωχό βιβλιόφιλο, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στην ακραία τούτη λύση, καθόσον οι περισσότερες βιβλιοθήκες είναι κλειδαμπαρωμένες τις ώρες, που ο κόσμος ηρεμεί απ' τα εγκόσμια και η ψυχή είναι έτοιμη να παραδωθεί στην ανάγνωση; Δυστυχώς, τίποτε από τα προηγούμενα. Στην πραγματικότητα, μια προσεκτικότερη ματιά, ξεκαθάρισε αμέσως το πεδίο : η αστυνομία αναζητούσε, απλά, το ληστή των... Βιλίων. Προσγειώθηκα απογοητευμένος στο ρηχό ρεαλισμό, φθίνοντας μέσα στις δίνες των τελευταίων συνειρμών μου, όπως ακριβώς οι αδήριτοι στροβιλισμοί, που προκαλεί το καζανάκι, εξολοθρεύουν και το παραμικρό ίχνος ρομαντισμού.

Θυμήθηκα, λοιπόν, εκείνη τη βραδιά, τότε που μπορεί να μη φύσαγ' ο Βαρδάρης, αλλά σφούριζε όσο να 'ναι μια μικρή διαρροή, που 'χω στο κρανίο εκ γενετής, με αποτέλεσμα η μικρή νάιλον τσάντα, με τη φρέσκια βιβλιο-αποκομιδή της έκθεσης βιβλίου, να ξεχαστεί αποβραδίς κι ολοβραδίς στο χερούλι της μηχανής. Το πρωί, καθώς χάζευα ανυποψίαστος, απ' το παράθυρο, το παρκαρισμένο δίκυκλο απέναντι, ε τι να δω; ε τι; Τι βλέπω έκπληκτος κι αμήχανος (ευτυχώς, μεταφορικά);; Ακριβώς, εκείνο που μαντέψατε! Η τσάντα με τα βιβλία δεν είχε κουνηθεί, ούτε σπιθαμή! Άθικτη κι αδιάφορη, παρέμενε κρεμασμένη στο χερούλι της μηχανής, όπως παρατηρεί κανείς μια τσάντα με σκουπίδια, κρεμασμένη μπροστά σε ξώπορτα. Δε σας κρύβω, ότι η χαρά της αποκάλυψης αναδύθηκε όχι διαυγής και άκρατη, παρά λερωμένη με μια μικρή απογοήτευση. Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν - είπα, στον εαυτό μου - μια νύχτα ολόκληρη, να μη βρεθεί ουτ' ένας χριστιανός ή αλλόθρησκος, να πάρει χαμπάρι την τσάντα με το μικρό θησαυρό, να τη βουτήξει;; Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, με το φαινομενικά ακαλλιέργητο της κοινωνίας! Θα είχα πάρει ασύγκριτα μεγαλύτερη χαρά αν κάποιος δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί στον πειρασμό και βουτούσε την τσάντα, πανικόβλητος σα να 'χε διαπράξει το ειδεχθέστερο έγκλημα, παρά τώρα που την παρατηρούσα να λικνίζεται ανέγγιχτη. Μήπως, πάλι, ο επίδοξος ληστής έριξε, πρώτα, μια γρήγορη ματιά, μα δεν βρήκε τα βιβλία τόσο του γούστου του; Ναι, ναι, αυτό θα μπορούσα να το χωνέψω, ευκολότερα. Ο άνθρωπος, καλλιεργημένος και σκεφτικός, ανοίγει διστακτικά την τσάντα και περιεργάζεται συνοφρυωμένος. Σα να τον βλέπω μπρος μου, να μονολογεί, βαστώντας τα βιβλία, όπως ο Άμλετ το κρανίο : «Αλίμονο, καημένε Γιόρικ! Τι σαβούρες διαβάζει, στις μέρες μας, ο κόσμος!».

Αλλά αυτά δε συμβαίνουν στην πραγματική πραγματικότητα, παρά μόνο στις αναρτήσεις του Blogger. Δυο-χρόνια μετά, όταν το πείραμα επαναλήφθηκε, μ' ελαφριά παραλλαγή, τούτη τη φορά το κράνος μου, δεν πέρασαν καν λίγες ώρες κι η περικεφαλαία είχε γίνει άφαντη! Δίχως το παραμικρό ίχνος ή, έστω, ένα ευγενικό σημείωμα «φίλε, συγγνώμη αλλά το είχαμε πολύ ανάγκη, γιατί μας κλέψαν το δικό μας». Έτσι, ταπεινή συμβουλή στον αναγνώστη : ας παρατάει τα βιβλία του, όπου να 'ναι, δίχως τον παραμικρό φόβο : σε χερούλια, σε παγκάκια, στα δημόσια αποχωρητήρια. Το πολύ-πολύ να τα βρει κουτσουλισμένα. Αλλά το κράνος και τα μάτια του! Αναρωτιόμουν, στο μεταξύ, μονάχος μου : πώς στα κομμάτια κλέβεις, έτσι απερίσκεπτα, ένα χρησιμοποιημένο κράνος; Ένα κράνος χιλιομπαλωμένο και χιλιοφορεμένο; Ένα αξεσουάρ, που το φοράει ο άλλος στη λιγδιασμένη του κασίδα, άπλυτο και για μήνες; Που 'χει, σε κάθε του γωνιά, συσσωρευμένο όλο το βακτηριακό ιστορικό ξηροδερμίας και σμήγματος του κατόχου; Πώς αρπάζεις και φοράς κατάσαρκα εκείνο, που συχνά απωθούσε ως και τον ιδιοκτήτη; Ν' αρπάζεις ένα κράνος είναι το ίδιο, σα ν' αρπάζεις ένα φορεμένο σώβρακο ή μια δουλεμένη οδοντόβουρτσα.

Ένα βιβλίο, απ' την άλλη, δεν είν' το ίδιο πράμα! Πόση βρωμιά να 'χει μαζέψει ένα βιβλίο; Πόση, δηλαδή, βρωμιά άξια λόγου κι όχι τίποτα σκόνες κι υγρασίες; Άντε να 'βρεις καμιά λαδιά απροσδιόριστη (πίτσα ή τυρόπιτα), τίποτα στάμπες του καφέ, κανα-δυο ψίχουλα μπισκότο ή τρίμματα σοκολάτας. Άντε πάλι, καμιά τρίχα ή μια μικρή υποψία ξεραμένου αίματος. Τι άλλο περισσότερο; Και μ' όλη του τη δύναμη να φταρνιστεί κανείς, που να μουλιάσουνε τα φύλλα μύξα, μόλις λίγες μέρες αργότερα τα μικρόβια θα 'χουνε γίνει κόλλυβα. Θες, πάλι, να το 'χει ο άλλος κουσούρι, να ξύνει διαρκώς τον κώλο του την ώρα που διαβάζει και με το ίδιο, εκείνο χέρι, να γυρίζει τις σελίδες; Μα τι διάολο; Εκατόν πενήντα σελίδες μετά, δε θα πεταχτεί μια τουαλέτα; Θα το πλύνει το ρημάδι το χεράκι, κάποτε! Το χειρότερο που μου 'χει τύχει σε βιβλίο, πάντως, δεν είχε σχέση με άνθρωπινα υπολείμματα. Ήταν τότε, πριν από χρόνια, σαν ανακάλυψα το χαμένο, έκτο πόδι, μιας ανάπηρης κατσαρίδας, στο Ημερολόγιο του Νοστογιέφσκι. Το μπούτι, τη γάμπα κι ολάκερη τη σχετική άρθρωση. Ομολογώ πως με διακατέχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και η ανάγνωση τερματίστηκε άδοξα και διαπαντός. Πιθανότατα, κάποτε, να ξαναπροσπαθήσω με νεότερη έκδοση.

Και λέω : τι όμορφος, που θα 'τανε ο κόσμος μας, αν οι άνθρωποι κλέβανε περισσότερα βιβλία, από κράνη. Καταρχάς, θα 'ταν ο κόσμος ασφαλέστερος. Όχι μόνο γιατί θα κυκλοφορούσαμε με περισσότερα κράνη, αλλά επιπλέον και γιατί, απασχολημένοι απ' την ανάγνωση, θα οδηγούσαμε λιγότερο. Όσον αφορά, πάντως, στον κόσμο του βιβλίου, τα πράγματα, που μου 'χουν κάνει μεγαλύτερη εντύπωση κι έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη βιβλιο-μνήμη μου είναι τα εξής δύο : το σπίτι του φρεσκο-χαμένου Έκο, που δεν ήταν σπίτι αλλά το μέρος, που θέλω να με θάψετε, κι έπειτα το σπίτι του δικού μας, συγχωρεμένου Ρίτσου, στα κάτω-Πατήσια.

Ήταν τότε που, Γ΄ Γυμνασίου ή κάτι τέτοιο, συνεννοημένοι με τη φιλόλογο - αγαπημένη Πρεβεδώρου - κινήσαμε δυο-τρία μαθητούδια να χτυπήσουμε το κουδούνι, μ' ένα μαγνητόφωνο και πολύ ντροπή, με σκοπό να ηχογραφήσουμε μια μέγιστη, ποιητική ατάκα - έστω, κάποιο ανθρώπινο μήνυμα - για τη σχολική μας εορτή. Φτάσαμε κάποτε στου ποιητή, δε θυμάμαι τη μέρα κι ίσως τελικά ούτε κι εκείνος να θυμόταν, καθώς φάνηκε να μη μας πολυ-περίμενε, έτσι όπως βρέθηκε ξάφνου μπρος μας με το πέδιλο και τις πιτζάμες. Τ' ήταν, όμως, να μας ανοίξει ο δόλιος, εκείνη τη ρημάδα πόρτα! Το πρώτο πράγμα που σφηνώθηκε στο μάτι μου, όντας σεμνός και χαμηλοβλεπής, ήταν το νύχι! ΤΟ ΝΥΧΙ!! Θεέ μου, τι νύχι ήταν αυτό;;!! Μέσα από τ' ανοιχτά πέδιλα του ποιητή, δέκα υπερδιάστατα και ξεδιάντροπα νύχια, μας αντίκρυζαν κιτρινιασμένα κι αδυσώπητα! Νύχια, π' άπαξ και γεύτηκαν τρυφερή σάρκα, πολυκατοικίσιας κατσαρίδας, έπαψαν να διψούν για οτιδήποτε λιγότερο. Με τέτοια δεινότητα κι απανθρωπιά σφηνώθηκαν οι ποιητικές εκείνες αποφύσεις, στην τρυφερή, εφηβική καρδιά μου, ώστε για το υπόλοιπο της ολιγόλεπτης παραμονής μας, στο ταπεινό διαμέρισμά του ποιητή, δε θυμάμαι το παραμικρό από τα λόγια του. Ως την αποφράδα μέρα αυτή, δεν είχα ξαναδεί από κοντά ούτε τόσο μεγάλο Ρίτσο, ούτε τόσο μεγάλα νύχια (πέραν, δηλαδή, από εκείνα του κακού του λύκου) κι ο τραυματισμένος ψυχισμός μου συνέδεσε, ισόβια και αθεράπευτα, το ποιητικό ύψος με την πυκνότητα της κερατίνης.

Κι ωστόσο, εδώ ξεκινήσαμε να μιλούμε για βιβλία κι όχι για πεντικιούρ και, δια της φλυαρίας, έχω αποκρύψει το σημαντικότερο. Το δεύτερο πράγμα λοιπόν - όσο και το ευγενέστερο - ήταν εκείνο που έσωσε, εν τέλει, την κατάσταση. Σε δευτερόλεπτα, απέσπασε το νου απ' τον αποτροπιασμό κι έκανε τη σύντομη παραμονή μου όχι μόνο να γίνει υποφερτή, μα επιπλέον να επιστρέψει στον ποιητή ένα μέρος από το θαυμασμό, που άξιζε, το μέρος όμως που περισσότερο μπορούσα να κατανοήσω, στην ηλικία εκείνη. Πίσω απ' τη φιγούρα του ανθρώπου, πίσω από το Ρίτσο και τα τρομαχτικά του δάχτυλα, απλωνόταν ένα θέαμα υπέροχο όσο κι ασύλληπτο : ένας ευωδιαστός και μαγικός κόσμος αναρίθμητων βιβλίων και τυπωμένου χαρτιού. Στον προθάλαμο - κι ίσως παντού - τα βιβλία καταλάμβαναν κάθε τετραγωνικό εκατοστό που επέτρεπε στον ποιητή να κινηθεί, ο ίδιος και τα νύχια του. Ράφια σχεδόν ανύπαρκτα, το ίδιο το σπίτι ένα πελώριο ράφι. Αμέτρητες στοίβες εκδόσεων, κάθε μορφής και είδους, ψηλές ίσα τη μέση μου, το στήθος κι ίσως ψηλότερα, αν επέτρεπα στη μνήμη, ν' αποχαλινωθεί από τη μεγέθυνση που επιφέρει ο χρόνος. Σωροί και παρασώρια κι οποιοσδήποτε στερεομετρικός συνδυασμός, πάνω στον οποίο μπορεί να στηριχθεί ένας τόμος, ώστε το πάτωμα και τα έπιπλα να ωχριούν, σαν αμυδροί απόηχοι, στο περιθώριο. Το πάτωμα που δεν είχε πλέον απομείνει, παρά μια θεωρητική υπόθεση, μια σύμβαση να σε προστατεύει από την τρέλα. Καθώς, δεν υπήρχε η παραμικρή αντίφαση, αν φανταζόταν κανείς πως δεν υπήρχε καν πάτωμα ∙ πως οι σωροί των βιβλίων ορθώνονταν απ' το ισόγειο ή τα θεμέλια ή στο, κάτω-κάτω, πάνω τους μπορεί να στηριζόταν ολάκερο το οικοδόμημα. Φύγαμε κάποτε, μα οι βαθιές τούτες εικόνες έχουνε πια διαμορφώσει ανεπίστρεπτα τον άνθρωπο, οπού 'χω καταλήξει, τις ομορφιές, μα και τους τρόμους του.

Τέλος πάντων, αν είναι να πω κάτι για μένα, εδώ που φτάσαμε, τρία πράγματα δεν υπάρχει περίπτωση να λείψουνε, ποτέ, απ' το σπίτι μου : βιβλία, κράνος και φυσικά ο νυχοκόπτης. Από πού ξεκινήσαμε, όμως, και πού καταλήξαμε! Έτσι συμβαίνει, συνήθως, άμα έχεις καλή παρέα, όπως τώρα που κάθομαι και γράφω μόνος μου. Κάπου εδώ, ωστόσο, ώρα να κλείσω, καθότι πιάστηκε κι ο κώλος μου. Καλή συνέχεια σε όλους και όλες.