Kodokushi

Υπάρχουν εικόνες που - μ' όλη τη φρίκη τους - γλιστρούν άμεσες και με το νόημα αλώβητο, ακόμα κι αν δεν υπήρχε το χάρισμα της λέξης. Θ' αρκούσε να 'χει μοιραστεί κανείς το ψωμί και τ' αλάτι - που λέμε - ή την ανία και το αίμα. Κάτω απ' αυτή την οπτική, η προηγούμενη ανάρτηση δεν είναι παρά περιττή φλυαρία, γύρω από μιαν αλήθεια που όλοι γνωρίζουμε, μα φυλάττουμε καλά απ' το φως. Η μόνη λέξη που θα της αρκούσε θα 'ταν η πράξη. Δηλαδή, η πράξη της αποκάλυψης. Θ' αρκούσε απλά η γυμνή φωτογραφία κι όλοι θα γνωρίζαμε περί τίνος πρόκειται. Κανείς δεν πεθαίνει ακμαίος και λεφτάς στο πάτωμα, μέσα σε σωρούς κουρέλια. Ούτε παρατηρούμε τις συμπαγείς και πηχτές εκείνες στάμπες, που αφήνει πίσω της μια ζωή αποστραγγισμένη από άμεσο φόνο - σε αντιδιαστολή μ' έναν φόνο κοινωνικό, που σπάνια αφήνει ίχνη. Δεν απομένουν, έτσι, πολλές οι εναλλακτικές.

Υπάρχουν, πάλι, εικόνες που δεν είναι εικόνες παρά δίνες του νου ή ένα άλλο όνομα του ιλίγγου. Εικόνες που το μυαλό σκαλώνει σε μια φαύλα σημειολογική διαδικασία, η οποία αναλώνει εαυτόν. Είναι εκείνο το αμάλγαμα κωμωδίας και τραγωδίας, απέναντι στο οποίο ο νους ηττάται κατά κράτος. Άμα είσαι σοφός γίνεσαι κυνικός. Αμα πάλι δεν έχεις τη στόφα και τη δυνατότητα ετούτη, γίνεσαι έρμαιο της κατάθλιψης - μ' άλλα λόγια σε βρίσκει ο Άδης πριν το Θάνατο. Η φωτογραφία που ακολουθεί είναι από το υλικό ετούτο. Ας υποθέσουμε - και θέλω να πιστεύω - πως δεν είναι κατασκευασμένη κι έχει, μ' άλλα λόγια, κάτι απ' την τιμιότητα μιας «ειρωνίας της τύχης».

Πώς μπορεί, λοιπόν, ν' αστειεύεται κανείς, με τέτοια θέματα; ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Πώς μπορεί κανείς να φωτογραφίζει και να δημοσιεύει τέτοιες μικροπρεπείς «λεπτομέρειες», ασύμβατες κι αποπροσανατολιστικές απ' το κυρίως θέμα; Ο «νεότερος» εαυτός μου, μέσα στην ψευδαίσθηση και τα υπολείμματα ισχύος, τα οποία απομένουν σ' έναν άνθρωπο 45 χρόνων, κρατά το γήρας ακόμη σε απόσταση, συναρτώντας το με μια μορφή γελοιότητας. Μια παράταιρη μασέλα δεν παρουσιάζεται στον αστόχαστο νου, παρά μόνο σα φάρσα και κακόγουστο αστείο. Μια φάρσα, που δεν κολλάει στην περίσταση. Πώς αλλιώς; Μια πεταμένη, παράταιρη μασέλα δε μπορεί να 'ναι η καθημερινή πραγματικότητα ενός πλάσματος ή μιας ζωής μ' αξιοπρέπεια.

Έπειτα ακολούθησε η σιχαμάρα. Τώρα, η σιχαμάρα ετούτη δεν είναι διαφορετικής φύσης από τη γελοιότητα που προηγήθηκε και θα τη βάλω στο ίδιο καζάνι. Δεν είναι σιχαμάρα τη μασέλας, παρά σιχαμάρα του γήρατος. Το γήρας δε μπορεί παρά να είναι γλοιώδες, βρωμερό και δύσοσμο, εκτός από γελοίο. Το γήρας μυρίζει και στάζει. Μυρίζει ιδρώτα και στάζει ούρα, ελληνικό καφέ και τσιγαρίλα, ξεραμένους λεκέδες και νεκρά κύτταρα. Μυρίζει κιτρινισμένο κερί και τρίχες, στάζει πηγμένο σάλιο. Το γήρας μυρίζει αρρώστια και φάρμακο - μυρίζει θάνατο. Πώς θα μπορούσε κανείς ν' αγκαλιάσει - κι ίσως να σώσει - εκείνο που είναι απεχθές; Και πώς να μη σιχαίνεσαι εκείνο που είναι άσχημο και νικημένο;

Τέλος, καταφτάνει με τη σειρά της η πραγματικότητα, κεραυνοβόλα κι απαρέγκλιτη ως καρπαζιά. Δριμεία κι επώδυνη σφαλιάρα, η οποία επαναφέρει την καθαρότητα της σωστής διάστασης και την προοπτική στο σημείο φυγής της.

Σαν πιάσει κι εγκατασταθεί στο νου, η τριάδα ετούτη, δε λέει να υποχωρήσει. Στήνει μονομιάς το τρελό της γαϊτανάκι κι ούτε η γελοιότητα υποχωρεί, ούτε αποδυναμώνεται η σιχαμάρα, μα ούτε κι η κατραπακιά ησυχάζει. Κι ούτε μπορώ, στιγμή, να πάψω να κοιτώ, δίχως ετούτα τ' ανάμεικτα αισθήματα, όπου σα φρενιασμένο γιν και γιανγκ περιδινίζονται το γελοίο, το σιχαμερό και το επώδυνο - ή σα να λέμε : η ντροπή, η απώθηση και η αποδοχή. Και πάλι απ' την αρχή, κυκλοτερά, σε τούτο τον αέναο ίλιγγο.

Είναι μερικές εικόνες που γλιστρούν γλυκόπιοτες σαν κώνειο ή σαν ξυράφι κι άλλες που σου δαγκώνουνε τα σωθικά, που σε ξεσκίζουν, που δε θα γίνουν κτήμα σου ποτέ.

Ιερά σινδόνη

Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου δεν φυλάσσεται σε καθεδρικούς, δεν σκύβουν πάνω της άνθρωποι της Οξφόρδης, ούτε μια κουβέντα κάμει, για χάρη της, τον κόπο. Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου μπορεί να ζέχνει αποσύνθεση ή μοναξιά, αντί βασιλικό και μελισσόκερο. Μπορεί να βρωμά με την αποφορά της σάρκας ή της ανθρώπινης πολιτείας. Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου μπορεί και να 'ναι ένας λερός, ξεντεριασμένος τάπητας ή ένα στρώμα μουλιασμένο ιδρώτες και ούρα, σε μια σκοτεινή τρύπα του Τόκιο - ή σ' ένα κελί οπουδήποτε. Είναι ο τελευταίος μάρτυρας ενός ψιθύρου, ένας κώδικας εσαεί ανερμήνευτος. Η ιερά σινδόνη του ανθρώπου δεν είναι υφασμένη απ' τα συνηθισμένα υλικά, να πούμε βαμβάκι, ήλιο και λινάρι. Είναι απ' την ύλη μιας λείας αγκαλιάς κι απ' ορφανό βελόνι. Δεν είναι παρά εκείνη η ψευδαίσθηση οικειότητας, που έστω καταδέχεται το σώμα, σαν αποσταίνει πια κι εγκαταλείπεται γυμνό στην ελεημοσύνη των πραγμάτων.