Ιθύνων νους...

Αναλογίσου, λοιπόν, τους ιθύνοντες (λέξη όμορφη σαν άλλοθι)! Σφράγισαν το καθετί με μιαν αιτία κι έτσι, στο εξής, δε θα φταίει κανείς! Μόνον οι αιτίες! Κλείνοντας τα βλέφαρα διαβάζω: «made in» – μα δεν καταλαβαίνω, αν ονειρεύομαι προκάτ ή καθόλου! Ίσως απλά κοιμάμαι ακόμη. Μόλις ξυπνήσω θα πάρω την τουαλέτα μου, θα ανακατέψω λάγνα ένα φλιτζάνι καφέ – αφού συνήθως δεν υπάρχει τίποτε άλλο ν’ αγαπήσω εκεί τριγύρω – και θα ετοιμαστώ για τη δουλειά, διπλώνοντας με τάξη τα σωθικά μου, μέσα στο χαρτοφύλακα. Κατόπιν θα κλείσω πίσω μου την πόρτα και θα πεθάνω αξιοπρεπώς κάτω από τις ρόδες ενός ταξί, ή καλύτερα ενός λεωφορείου. Ίσως έτσι γίνει η κηδεία μου δημοσία δαπάνη. Αλλά τελικά, δε συμβαίνει τίποτα το συναρπαστικό και καταλήγω – όπως κάθε μέρα – νεκρός, από αμηχανία να ζήσω. Στη δουλειά ειν’ αλλιώς, μάλιστα! Συναντώ ένα σωρό ενδιαφέροντες ανθρώπους, όπου όλοι μαζί, για ώρες, συνδιαλεγόμαστε με τους εαυτούς μας και με το λεπτοδείκτη. Μας σώζει το κουδούνι. Η ζωή βαραίνει ευχάριστα. Αποστειρωμένος για λίγο από την πραγματικότητα, τεμαχίζομαι και σερβίρομαι για δείπνο ή απαγχονίζομαι, κρεμασμένος από ματιές και στόματα τόσο ξένα, ώστε θα μπορούσε να είναι και δικά μου. Λαχανιασμένος πηδάω από τον έκτο και προσγειώνομαι δίπλα σε μια κυρία που αυνανίζεται με το κινητό της. Σταματώ για μια στιγμή να σφαδάζω στο πεζοδρόμιο και σκέφτομαι τη Δευτέρα Παρουσία. Ίσως εκεί ανακαλύψω ποιο σώμα μου ανήκει, επιτέλους! Αυτό όμως που, πραγματικά, ανακαλύπτω είναι πως όλη αυτή την ώρα βρισκόμουν ακόμη στο κρεβάτι. Ή μήπως ξάπλωσα μόλις; Χαμογελάω στη διαπασών, γιατί δε θέλω να κλάψω. Αρπάζω απελπισμένος το τηλεκοντρόλ, ελέγχοντας καχύποπτα το δωμάτιο για αδιάκριτα βλέμματα ή σώματα. Που τέτοια τύχη! Έπειτα εισάγω το προσωπικό μου PIN θανάτου κι η οθόνη γεμίζει πολύχρωμα κόπρανα. Αλίμονο, είμαι τυφλός κι απόψε! Αγωνίζομαι στα σκοτεινά, παλεύω να διακρίνω το χαμόγελο της παρουσιάστριας, το στήθος της. Ο σκηνοθέτης, όμως, είναι μαλάκας κι εγώ αντανακλώμαι πάνω στο γυαλί, υπό γωνία θήτα. Θα αποκοιμηθώ, σε λίγο, σκορπισμένος στο πάτωμα. Όμως δε θέλω, πάλι απόψε, να αποκοιμηθώ σκορπισμένος στο πάτωμα. Κλείνω τα βλέφαρα. Πεθαίνοντας, αναζητώ τους ιθύνοντες. Δυστυχώς δεν υπάρχουν. Δεν τα είπαμε αυτά; Αφου, βλέπεις, δε φταίει κανείς. Αφού φταίνε μονάχα οι αιτίες!

Του Τρόμου...

Κι έτσι, όσο πιο σιμά φαίνεται να πλησιάζεις την ευτυχία, τόσο θεριεύει ο φόβος σου και γίνεται τρόμος! Αδυνατείς πλέον να πιστέψεις ότι αχνοφέγγει η πιθανότητα να διασταυρωθεί ένα κάποιο ερωτικό πλήρωμα και το σύντομο πέρασμά σου από αυτή τη ζωή. Φαντάζει όλο και πιο ξένη, όλο και πιο παράταιρη η μοίρα αυτή για σένα. Και είναι δίκαιο, θαρρείς. Φυσικά! Σ’ έναν κόσμο χωρίς δικαιοσύνη ή οίκτο για ζητήματα απροσμέτρητης σοβαρότητας, όπου ο πόνος αναίτιος, ακατασίγαστος, οξύς περονιάζει τα θλιβερά μας σαρκία με την παραμικρότερη αφορμή, δε μπορείς εσύ ν' απαιτείς δικαίωμα στο ήσσον, απαίτηση στην αλαζονεία. Στην τύχη ίσως ναι! Κι αν έχεις εισπράξει τύχη όμως, αχάριστε!

Παρ’ όλα αυτά, το καρκίνωμα εδραιώθηκε πια. Οι ειδικοί έχουν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους μόνο στο θαύμα! Θα ήταν θαύμα, όντως, αν σε αγαπούσε κανείς λίγο! Μα είχες πάντα ετούτο το τραγικό ταλέντο: ό,τι σ’ αγαπούσε το έδιωχνες μακριά σου κι ό,τι αγάπησες έφευγε, με τη σειρά του, κι εκείνο! Η αγωνία σου τώρα κορυφώνεται. Στην ιδέα μια αγάπης με ανταπόκριση μεταμορφώνεται σχεδόν σε πανικό, σε απελπισία! Λες: δεν την αξίζω, δεν είναι για μένα ετούτη! Ελέγξατε τη διεύθυνση, σας παρακαλώ; Πρόκειται μάλλον για κάποιο λάθος, εγώ βλέπετε λέγομαι... να είδατε; Ήταν τόσο απλό. Για ένα τόνο, βέβαιως, θα μου πείτε. Δεν πειράζει. Είναι το απέναντι διαμέρισμα, ο από κάτω όροφος, είναι οποιοσδήποτε άλλος. Δε θα μπορούσε διαφορετικά, άλλωστε! Λες: να, τώρα μόλις απλώσω το χέρι, μόλις μισανοίξω τα χείλη, λίγο πριν το απειροστό φράγμα του χώρου καταρρεύσει στον εαυτό του και γίνει άγγιγμα, γίνει αγάπη τότε... τότε θα καταρρεύσει η πραγματικότητα ολάκερη σε θρύψαλα, μαζί της κι εγώ!

Το μάταιο παζλ των ελαχίστων προσμονών θα σκορπίσει σε χίλια κομμάτια, από ένα φύσημα απρόσμενο, ανυπολόγιστο. Μα πώς; τα πάντα είχαν σφραγισθεί, κάθε κώχη, κάθε χαραγματιά. Ναι μάλλον αυτό. Το φύσημα εκείνο δεν ήταν παρά ο δικός σου επιθανάτιος ρόγχος! Πώς να μάθεις ή πώς ν’ αντιπαλέψεις την αγάπη, σφραγισμένος σ’ ένα τάφο; Αγάπησες με την αγάπη της μούχλας κι ίσως ένα καθρέφτη, όπου κρυφοκοίταζες στα δύσκολα. Θα χαζεύεις κατόπιν τα κομμάτια σου, σκόρπια στο μωσαϊκό και θα χαίρεσαι με την άρρωστη χαρά της Κασσάνδρας, που επιβεβαιώνεται. Ναι, δε θα μπορούσε ποτέ να τελειώσει αυτό το παζλ. Αν ήταν κάτι για σένα, σαν ξεκινούσες να σχηματίσεις την ελπίδα - πριν χρόνια ανυπολόγιστα - δεν είναι πια.

Έτσι, όλα τριγύρω θα λιώσουν και θα πνιγούν σ’ ένα λυγμό μοναξιάς. Κι εσύ θα σπαρταράς στο πάτωμα, στα έπιπλα, στο κρεβάτι σου – σ’ ένα βουρκόλακκο που θα σε καταπίνει τυρρανικά – παλεύοντας να πάρεις μιαν ανάσα, να καταπιείς αυτό τον κόμπο στο λαιμό, αυτό το οίδημα που κυοφορεί την ασφυξία, μήνα με τον μήνα, βασανιστικά! Κι ούτε θα μπαίνει, ούτε θα βγαίνει η αγάπη. Ίσως και να μην έχεις καρδιά πια, για να αγαπήσεις ο,τιδήποτε. Ίσως να μην είχες ποτέ! Ίσως να μην έχεις καν μύες, ιστούς, δέρμα. Ίσως να περάσεις άυλος για το υπόλοιπο της ζωής σου, ένα ρευστό ξέρασμα του νου, σαπίζοντας και ξινίζοντας, χωνεύοντας τον εαυτό σου εις τον αιώνα των άπαντα! Κι όσο η πιθανότητα της αγάπης θα πλησιάζει, τόσο εσύ θα φεύγεις, θα απομακρύνεσαι, θα δραπετεύεις... θα φοβάσαι! Θα φεύγεις μέσα σου και μακριά! Κι ό,τι θ' απομένει πάντα, η ηχώ ενός από καιρό αποσυντεθειμένου ψιθύρου να σου θυμίζει όσα έχασες ανεπιστρεπτί, γιατί...

γιατί ποτέ δεν αγάπησες...
ποτέ δεν αγάπησες...
ποτέ δεν αγάπησες...

Το Τρίτο Θαύμα

Άφησε γλυκά το γκάζι κι έγειρε ελαφρά το σώμα του στην αγκαλιά της στροφής. Το κορίτσι πίσω, με τα χέρια πλεγμένα γύρω απ’ το σώμα του, έγειρε ελαφρά μαζί του. Έτσι σφιχταγκαλιασμένους τους πρόλαβε το πρώτο θαύμα, μετέωρους πάνω στο πυρωμένο τόξο του δρόμου. Τυχαίνει βλέπετε εξαιρετικά σπάνια, σε κάποια απροσδιόριστη γωνιά του κόσμου, να συμβεί τούτο: όλες οι δυνάμεις, όλες οι αναρίθμητες συνιστώσες του υπαρκτού, κάθε απειροστή πτύχωση του χώρου και του χρόνου να συνταιριάξουν σε μιαν αρμονία τόσο απόλυτη, τόσο αναμφισβήτητη, ώστε για λίγο τα γρανάζια των γαλαξιών να διστάσουν. Για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δεκάτου του δευτερολέπτου το σύμπαν μοιάζει ν’ αποκτά και πάλι κέντρο. Κάθε ανασασμός της ύλης παγώνει κι όλα τα ορατά και τα αόρατα υποκλίνονται θαμπωμένα προς το μέρος του θαύματος.

Το νιώσανε κι οι δύο ταυτόχρονα, ετούτο το σκίρτημα του σύμπαντος. Δε χρειάστηκε καν να κοιταχτούνε. Γιατί η ανάσα της κόπηκε στη μέση και τα χέρια της σφίχτηκαν στο στήθος του την ίδια στιγμή που, για ένα ξέφτι του χρόνου, ο χτύπος της καρδιάς του έμεινε βουβός. Αν μπορούσε να μην υπάρξει επόμενος, πιστέψτε με, τη στιγμή εκείνη δε θα είχε καμία απολύτως σημασία για το αγόρι. Στο μεσοδιάστημα αυτό, της κομμένης ανάσας και του χαμένου σφιγμού, όλα γύρω τους έμοιαζαν καμωμένα από μια τελειότητα, χωρίς προηγούμενο. Ο ζεστός αέρας που τους γλύκαινε το πρόσωπο, ανακάτευε τα μαλλιά τους ή γλιστρούσε παιχνιδιάρικα μέσα απ’ τα μανίκια τους, η βαριά ευωδιά από θυμάρι, πεύκο και πυρακτωμένη πέτρα, η άσφαλτος που ελισσόταν μαυλιστικά πάνω στο γυμνό σώμα της γης. Κι ύστερα, ήταν που τα πάντα ακτινοβολούσαν πέλαγο και ουρανό, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι ή που τολμούσε διστακτικά η φαντασία. Κι ο ήλιος, θεέ μου, αυτός ο ήλιος! Τα πάντα γύρω ήταν ήλιος και ευωδιά! Πέλαγος και ουρανός, ήλιος και ευωδιά!

Φυσικά, ήταν και η μηχανή με το ρυθμικό της γουργούρισμα και το νευρικό παλμό, που μετέδιδε στα σώματά τους. Αυτός ο πιστός ακόλουθος των νόμων της φυσικής που τους ανεχόταν αγόγγυστα και τους υπηρετούσε με ασφάλεια, ανάμεσα σε συνισταμένες διανυσμάτων και εξισώσεις της κίνησης. Χάρη σ’ αυτήν βρίσκονταν τώρα μετέωροι, εδώ στις όχθες μια κοσμικής συντυχίας. Ή πολύ περισσότερο, μετέχοντες κι οι ίδιοι σ’ αυτή την ευλογία των πιθανοτήτων, κοινωνώντας μια αιωνιότητα που παραδόξως πώς, ξεπρόβαλε μέσα από μια ασήμαντη αναρριγή του χρόνου. Όλα συναρμοσμένα με μια τελειότητα σχεδόν αβάσταχτη, που έμοιαζε να τους υπερβαίνει αλλά συνάμα και να τους ορίζει. Τίποτε δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, χωρίς να καταστραφεί το σύνολο. Το παραμικρότερο πετραδάκι αν κοιτόταν μια πιθαμή πιο δίπλα, το σώμα της πευκοβελόνας αν τεντωνόταν ή λύγιζε ένα κλάσμα της μοίρας περισσότερο ή κάποιο ελάχιστο ζούδι αν αποφάσιζε ν’ ακολουθήσει μιαν άλλη διαδρομή, ολόκληρο το θαύμα θα θρυμματιζόταν και θα κατέρεε σε αναρίθμητα κομμάτια, εξίσου μαγικά ίσως, όμως ασύνδετα κι αποκομμένα μεταξύ τους.

Αχ, και βέβαια η αγάπη! Όμως, ας μη μιλήσουμε για την αγάπη ακόμα. Γιατί το κορίτσι ξέρει, σκιρτάει και περιμένει. Ενώ το αγόρι – όπως ένα σωρό αγόρια – φοβάται και κρύβεται και αρνείται. Μ’ αυτό ίσα–ίσα, αυτή η κατάρα της συνείδησης, είναι που καταστρέφει πάντα τα θαύματα. Ετούτη η ανεπαίσθητη ρωγμή της αγάπης που διστάζει, ήταν αρκετή για να ξαναθέσει το σύμπαν σε κίνηση κι όλα να ξαναπάρουν το δρόμο τους, πίσω στη θέση που τους αρμόζει: η αναπνοή στο στήθος της κοπέλας κι ο σφιγμός στην καρδιά του αγοριού. Ο ήχος της μηχανής έγινε ξαφνικά πιο δυνατός, ο άνεμος στα πρόσωπά τους καυτός κι η λάμψη του ήλιου σχεδόν ενοχλητική. Οι ρόδες όρμησαν επιθετικά προς την έξοδο της στροφής καθώς το χέρι του αγοριού περιστράφηκε αμήχανα, πάνω στο γκάζι.

Δεν πρόλαβαν να πάρουν μιαν ανάσα σωστή. Λίγο μετά την καμπύλη του δρόμου, συνέβη το δεύτερο θαύμα. Τρόμαξαν κι οι δύο από την ταπεινότητα εκείνης της όμορφης αποκάλυψης. Mια σωστή ζωγραφιά σε μια διάσταση ξένη προς τον κόσμο ετούτο: ένα πεύκο, τέσσερα–πέντε σκαλοπάτια κι ένα μικρό ξωκλήσι, δύο επί τρία. Αφημένα όλα τρυφερά σε μια γούβα γης, ίδια με ξεχασμένα παιχνίδια ενός παιδιού που έφυγε βιαστικά, για κάποιο λόγο. Ασυναίσθητα, τα χέρια του αγοριού πάνω στο τιμόνι χαλάρωσαν. Άφησε τη μηχανή να κυλήσει, ώσπου σταμάτησαν κοντά στο μικρό κατηφόρι. Γύρισε στο κορίτσι και το κοίταξε προστατευτικά. Χαμογέλασαν κι οι δύο αμήχανα, μα τόσο αυθόρμητα κι ανάλαφρα, ώστε αν κάτι απροσδιόριστο δεν τους συγκρατούσε, θα μπορούσαν να αγκαλιαστούν και να ξεσπάσουν σε ασυγκράτητα γέλια, για ώρα πολύ.

Άφησαν τη μηχανή να καίγεται στην άκρη του δρόμου. Δεν υπήρχε καταφύγιο απ’ τον ήλιο, πέρα απ’ το μικρό πεύκο χαμηλά, δίπλα στο εκκλησάκι. Και φυσικά το ίδιο το εκκλησάκι. Το αγόρι έπιασε το κορίτσι απ’ το χέρι και ταίριαξαν τόσο όμορφα τα χέρια τους – το ένιωσαν. Κατέβηκαν αμίλητοι και μαγεμένοι τα λιγοστά σκαλοπάτια. Σ’ ένα μικρό ίσκιο, πλάι στον ασβεστωμένο τοίχο, δυο–τρία περιποιημένα γλαστράκια. Ένα γεράνι και μερικά που δεν τα γνώριζαν. Παραδίπλα, το πεύκο ισχνό κι αδύναμο πάλευε τίμια με το λιοπύρι. Στάθηκαν στην είσοδο μ’ έναν ανεπαίσθητο δισταγμό δέους κι έπειτα χώθηκαν κι οι δυο τους δειλά, μέσα στη σκιά του μικρού κτίσματος.

Ένας άλλος κόσμος. Στάθηκαν, μια στάλα, θαμπωμένοι. Γι’ αυτές τις ελάχιστες στιγμές, τα πάντα μεταμορφώθηκαν σε ήχους και μυρωδιές. Δροσιά και ψίθυροι απροσδιόριστοι, ανακατεμένα με μυρωδιά κλεισούρας κι ευωδιά κεριού. Ο απόηχος ενός περαστικού αυτοκινήτου αντήχησε παράδοξα μέσα σ’ ετούτο το ξεχασμένο από το χρόνο σκηνικό. Και φυσικά τα τζιτζίκια. Ένιωσαν, ξαφνικά, αμέτρητα χιλιόμετρα μακριά απ’ τον κόσμο, αμέτρητες ζωές μακριά. Σχεδόν αγέννητοι. Κι έπειτα η ματιά τους συνήθισε και πάλι στο ταπεινό φως.

Μπροστά τους ένα ξύλινο, σαρακοφαγωμένο τέμπλο, λιτό και ετοιμόρροπο. Τα εικονίσματα ξεθωριασμένα και φτωχικά. Δεξιά τους ένα προχειροφτιαγμένο μανουάλι, γεμάτο άμμο και υπολείμματα μισοκαμένων κεριών, κι αριστερά μια ψάθινη καρέκλα με δυο ντουζίνες κεριά, μέσα σε σχισμένο περιτύλιγμα. Κι εκεί, πιο δίπλα, μια μικρή εσοχή στον τοίχο, φιλοξενούσε στη σκιά ένα μικρό καντήλι και τα απαραίτητα σύνεργα για τη συντήρησή του. Τα παραθύρια σφραγισμένα, μάλλον από πάντα. Περιεργάστηκαν αχόρταγα το χώρο, που παρ’ όλη την ταπεινότητά του, δεν έλεγε να τον χωρέσει ο νους τους.

Το αγόρι πήρε ένα καινούργιο φιτίλι και σπίρτα. Έσκυψε προς το καντηλάκι. Όχι τόσο από πίστη, αλλά ποιος ξέρει γιατί. Ίσως μια εικόνα από το παρελθόν, λησμονημένη. Μια ασθενική φλόγα τρεμόπαιξε δειλά. Μάλλον, κάπου σ’ αυτό το σημείο, το αγόρι πρέπει να δάκρυσε. Αλλά αυτό δεν το θυμάμαι να σας το πω με βεβαιότητα. Τόλμησε κι ένα κερί για τους αγαπημένους του. Τι τα θέλετε; Όλος ο διαολεμένος πόνος του κόσμου ήρθε και βάρυνε εκείνο το κερί. Ανάθεμα! Όλος ο διαολεμένος πόνος του κόσμου κι αυτός το άναβε για δυο–τρεις ανθρώπους μονάχα! Ευχόταν, σχεδόν με οργή, με συγκρατημένη λύσσα, να υπήρχε κάτι παραπάνω από σάρκες και μόρια σ’ αυτή την ύπαρξη. Διαφορετικά πώς ν’ αντέξει κανείς όλον αυτόν το διαολεμένο πόνο του κόσμου, όλη τη θλίψη, όλο το θάνατο! Δίπλα ένα θολό, κιτρινισμένο σημείωμα: «Παρακαλώ σβήνετε τα κεριά καθώς φεύγετε». Φύσηξε το κερί και γύρισε σχεδόν να τρέξει, μα συγκρατήθηκε. Κοντοστάθηκε για λίγο και περίμενε, με τη σειρά του, το κορίτσι να τελειώσει.

Εκείνη πλησίασε το μανουάλι. Κρατούσε, ήδη, τρία κεριά στα χέρια της. Καθώς τ’ άναβε ένα–ένα, παραμιλούσε σιγανά ευχές και λόγια για τους δικούς της, για τους φίλους της, για τον κόσμο ολάκερο. Κι ωστόσο, μετά από κάθε λέξη, έπιανε τη σκέψη της να γλιστράει τρυφερά προς εκείνον. Στεκόταν πίσω της και την κοιτούσε αμήχανα. Δεν τον έβλεπε μα το καταλάβαινε, όπως μπορούν όλες οι γυναίκες να καταλαβαίνουν. Κι αυτός ήταν ο αγώνας της. Πάλευε να τον αποδιώξει από το νου της, να συνεχίσει την προσευχή. Όμως, από ποια λέξη είχε αποκοπεί άτσαλα ο ειρμός της; Ποια φράση είχε παραμείνει να ψυχορραγεί στην άκρη των χειλιών; Τα κεριά δεν υπήρχαν πια μπροστά της, ούτε το μανουάλι, ούτε κι αυτό το ίδιο το ξωκλήσι. Μα μόνο η αγάπη είχε απομείνει τριγύρω. Κι ότι άγγιζε, κι ό,τι αισθανόταν δεν ήταν πλέον ούτε εικόνισμα, ούτε τοίχος ή ρούχο, παρά η αγάπη και μόνον η αγάπη, που ακτινοβολούσε καταυγάζουσα από παντού.

Για κάποιο λόγο, το ταπεινό εκκλησάκι τους φάνηκε τώρα ακόμη μικρότερο. Θέριεψε η ψυχή στα σπλάχνα τους, ξεχείλισε το ξωκλήσι ψυχή. Δεν ήταν άλλο, γι’ αυτούς, οι τοίχοι. Δεν άντεχαν πια τους τοίχους. Ή τη γύμνια τους. Γύρισαν προς την πόρτα με προσεχτικά βήματα, όμως μέσα στο μυαλό τους έτρεχαν σχεδόν εκδιωγμένοι. Περνώντας το κατώφλι ο κόσμος σκοτείνιασε ξανά. Τα μάτια τους πόνεσαν αφόρητα. Είναι αληθινά τόσο παράδοξο, το πώς σε τυφλώνουν εξίσου το αναπάντεχο φως ή το αναπάντεχο σκοτάδι. Σχεδόν ασυναίσθητα κατευθύνθηκαν και οι δύο στην προστασία του μικρού πεύκου. Εκεί, πάνω στη δροσερή πέτρα, κάθισαν το αγόρι και το κορίτσι, πλάι–πλάι. Κι όταν το βλέμμα τους συνήθισε ξανά το φως του κόσμου και η ψυχή τους καταλάγιασε και γλύκανε από τη ζέστη και το θυμάρι, τότε κατάλαβαν πως είχαν απομείνει μόνοι τους πάνω στη γης.

Μόνοι τους, ξάφνου, κι ένα γύρω το σύμπαν ολάκερο ξεθώριασε. Το πρώτο θαύμα μπορεί να είχε συμβεί αιώνες πριν. Κανείς δεν ξέρει. Και το ξωκλήσι, που στεκόταν εκτυφλωτικό εκεί μπροστά τους – ή πέρα κι απ’ το πέλαγο, τι σημασία είχε – ποιος το γνώριζε, αληθινά, αν ήταν κτίσμα στέρεο του ανθρώπου ή πλασμένο από την ύλη των ονείρων; Όλα γλιστρούσαν κι έλιωναν τριγύρω, όλα έξω απ’ το φως που πύκνωνε και τους αγκάλιαζε γλυκά. Κι εκεί, μονάχοι, χαμένοι σε μιαν ελαιογραφία που έσβηνε μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, τόσο φυσικά όπως γέρνει ένα σώμα που πεθαίνει, έγειραν κι αγκάλιασαν αχόρταγα το μόνο σίγουρο πράγμα που είχε απομείνει γι’ αυτούς στον κόσμο: ο ένας τον άλλο. Θα περίμενε κανείς, λογικά, από ένα σύμπαν με τέτοια ευαισθησία και κλίση προς τη μοναδικότητα, να σταθεί για δεύτερη φορά μπροστά σε αυτή την ευλογία, όταν η ύλη καταφέρνει να γίνει άγγιγμα κι έτσι να ξεπεράσει την ύλη. Όμως το σύμπαν δε στέκεται για κανέναν άλλο, πέρα απ’ την μεγαλοπρεπή αφεντιά του. Κι έτσι παρέμειναν οι δυο τους, το αγόρι και το κορίτσι, εγκαταλειμμένοι σε κάποιο κοίλωμα του χρόνου, σφιχταγγαλιασμένοι σε μια σάρκα που πάλευε με τον εαυτό της. Κι όταν, κάποτε, η γλυκιά μέγγενη της αγάπης χαλάρωσε, και κατάφεραν οι ματιές να τρυπώσουν, η μία μέσα στην άλλη, τότε τα πάντα βρήκαν το νόημα και τη θέση τους. Τα χείλη μισάνοιξαν κι η Αγάπη έγινε ανάσα, έγινε Λόγος. Κι ήταν αυτό το τρίτο θαύμα.