Ρένα Κουμιώτη

Πριν δυο χρόνια ακριβώς, ένα ισχαιμικό επεισόδιο μου στοίχησε ανεπιστρεπτί (;) την πρώτερη μουσική διαύγεια, την ικανότητα να κατανοώ ή να υποτάσσομαι στη μελωδία, να λατρεύω βαθιά κι ολόψυχα, να κυματίζω σύμμετρος με τα πυκνώματα ή τις υφέσεις του ήχου. Η ακοή μου, παρότι δεν έχασε στο παραμικρό σ' ευαισθησία, έγινε όσο φάλτσα χρειάζεται για να μισείς εκείνο ακριβώς που θα 'πρεπε να ευλογείς ή έστω να εκτιμάς, δηλαδή ό,τι σ' απόμεινε. Οι ήχοι, όμως, δε λυπούνταν (όπως καμία αναπηρία, οσοδήποτε μικρή) κι αντηχούσαν διαρκώς μες στο κρανίο μου αλλοιωμένοι, ασύμμετροι, ανοίκειοι. Ο κόσμος μεταμορφώθηκε σ' ένα καινούργιο περιβάλλον, σε κάποιο βαθμό ξένο ή, κάποτε πολύ χειρότερα, επώδυνο κι απωθητικό - αν όχι ενίοτε και εχθρικό. Έτσι ξεκίνησε μια νέα περίοδος απομόνωσης, όπου η ψυχή μου έβρισκε γαλήνη και καταφύγιο στη μοναξιά, αποφεύγοντας ή ξεδιαλέγοντας τα ερεθίσματα ανάλογα με τις δυνάμεις της. Κι ωστόσο, πού και πού, από κάποιες ακουστικές συγκυρίες ξεχωριστές και ανερμήνευτες, το θαύμα μ' έκρινε πάλι άξιο, με καταδεχόταν. Το παλιό, λησμονημένο γήτεμα κατάφερνε να τρυπώσει ξανά στα σωθικα μου, ν' ανακαλύψει δίοδους πίσω και μέσα από τη σφραγισμένη ήττα μου. Σαν άγριο σπυρί κι ετούτη η χάρη των θεών, το δώρο της μουσικής, αφουγκραζόταν περιστασιακά όσες πιθαμές γόνιμου φλοιού αντιστέκονταν ακόμη, όσες γωνιές λησμονημένης ικμάδας, κι εναπόθετε τότε τις ρίζες του μ' ευγένεια μέσα μου.

Τις στιγμές ετούτες, όταν με καταδέχεται η χάρη, η αποξηραμένη πατίνα καταλύεται. Τα μάτια μου καταρρέουν θολωμένα σε πηχτούς υγρούς σβώλους. Για λίγο, νιώθω και πάλι ευτυχισμένος. Χθες συνέβη μια παρόμοια επίσκεψη, σα διαπίστωσα και πάλι βουρκωμένος πως η λατρεμένη φωνή της Ρένας Κουμιώτη παρέμεινε κι ετούτη - μέσα σ' ελάχιστα - οριακά ανέγγιχτη, αναλλοίωτη από την ισχαιμία. Η φωνή της, ώριμη και ζεστή, ιδιαίτερη όσο δεν είναι άλλης γυναίκας, σαρώνει τις αισθήσεις από τη μιαν άκρη ως αντίκρυ, διεκδικεί όχι ενα μέρος μα το σύνολο, πληρώνοντας κάθε γωνιά σου αθρόα κι αδιαμεσολάβητα. Γεμίζει τη νεκρική ασυναρτησία με λησμονημένη ζωή, μ' έρωτα. Κυλά στα σωθικά ίδιο γλυκό μολύβι που κατακαίει θεραπευτικά, μεταμορφώνοντας τη μιζέρια σε πύρωμα, το φαρμάκι σε μεθυστικό ποτό και πρόσκληση μετοχής. Η ξεχωριστή τούτη χροιά όμως δεν είναι σε κάθε τραγούδι αντάξια του εαυτού της κι ούτε κάθε τραγούδι στέκεται αντάξιο ετούτης της χροιάς. Είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς πάνω στη φωνή της Κουμιώτη, δίχως να γίνει βαρετός, άστοχος ή «παράφωνος». Ετούτο το απογοητευτικό αίσθημα - απογοητευτικό λόγω της μεγάλης προσδοκίας - με κατέκλυζε, φυσικά, πολύ πριν πιάσω να στραβοκαταπίνω θρόμβους. Σαν έχει προηγηθεί ένα «Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτες», όπου η φωνή της Ρένας βαθαίνει στα βάθη μιας εξομολόγησης κι όπου το μέταλλο της φωνής της ακονίζεται σαν τραχύ μαχαίρι στα γρέζια της καρδιάς σου, πώς τότε ν' ανεχτεί κανείς το αξιοπρεπές μα ήσσον «Σ' ένα δέντρο δυο κλωνάρια»; Για ποιο λόγο να μην ξεχαστεί το τελευταίο την αμέσως επόμενη στιγμή, ως οριακά «ενοχλητικό»; Γι' αυτόν και μόνο το λόγο - και όχι εξαιτίας των προσωπικών της επιλογών - νομίζω ταπεινά πως η Ρένα Κουμιώτη ήταν «καταδικασμένη» εξ αρχής ν' ανήκει σ' εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, τους οποίους θα θυμόμαστε για τραγούδια μετρημένα στα δάχτυλα. Αλλά τούτο δεν κρύβει τίποτε υποτιμητικό κι ούτε υπάρχει ο παραμικρός λόγος να συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Τα τραγούδια τους ετούτα θα τα θυμόμαστε αλησμόνητα, θα τα φυλάμε κόρη οφθαλμών μέχρι τέλους, υπονοώντας έναν ασύγκριτο θαυμασμό και μια ανυπόκριτη αφοσίωση.

Η χθεσινή αφορμή, το «Δώσε μου το στόμα σου», είναι από τα τραγούδια εκείνα που δίχως να 'ναι επικά από τη φύση τους γίνονται επικά αφού τ' αγγίσει ο κατάλληλος ερμηνευτής. Όχι, να πούμε, εκείνος που απλά θα σηκώσει το τραγούδι στους ώμους του μ' επαγγελματική αξιοπρέπεια ή δεξιοτεχνία, μα εκείνος που ίσα ίσα θα το πιάσει να το δημιουργήσει απ' την αρχή σα να 'ταν η πρώτη ύλη του - σχεδόν ασεβώντας - σα να μην υπήρχε τίποτε νωρίτερα από σκόρπιες λέξεις ή τσαλακωμένες παρτιτούρες. Θα μπορούσε το «Χελιδονάκι» να είναι ένα ακόμη τρυφερό, ερωτικό τραγούδι, λαξεμένο με περισσή βέβαια ευαισθησία απ' τον άλλο εκείνο ξεχωριστόν άνθρωπο, το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Κι όμως, σαν το 'πιασε στα χείλη της η Κουμιώτη το εκτοξεύσε ανεπίστρεπτα στα δώματα των θεών. Ή, αν το θέλει κανείς, το καταβύθισε στην άβυσσο εκείνη όπου κατοικούν από καταβολής κόσμου οι στρατιές όσων ερωτεύτηκαν αληθινά και βαθιά - πάει να πει απελπισμένα. Ετούτη τη θεμιτή, αυτόβουλη παράδοση, την απαντοχή του ανθρώπου που δεν αγαπά απλώς μα έχει γίνει ο ίδιος ολάκερος ένα κορμί από αγάπη έτοιμο να δωθεί, την έχει συλλάβει με απαράμιλλο τρόπο η δωρική πένα του κυρ-Λευτέρη. Μα δε θα 'ταν παρά τρυφεροί στίχοι της αγάπης, δίχως τη μοναδική Κουμιώτη να τα δέσει όλα τούτα σ' αυτόν τον αξεπέραστο, αρχετυπικό λυγμό που ενώνει τους ερωτευμένους κι ο οποίος εκφέρεται εδώ με τη γυμνή ευθύτητα και την εμπιστοσύνη ενός μαχητή - πάει να πει με περηφάνεια - παρά με το ηττοπαθές κλαψούρισμα μιας αδύναμης καρδιάς. Πάρε με, λοιπόν, και κάνε με ό,τι θες.

Σας ευχαριστώ για πάντα, Ρένα Κουμιώτη, Λευτέρη Παπαδόπουλε, Μίμη Πλέσσα, καθώς άλλος με την πένα του, άλλος με τα πλήκτρα του κι άλλη δε με τη φωνή της, γράψατε πάνω στην ύπαρξή μου με δύναμη τέτοια, ώστε κατανικήσατε ακόμη και τις αντιστάσεις ενός εγκεφάλου μερικά απονεκρωμένου. Κι ακόμη σε ότι αφορά εμένα προσωπικά, σας ευχαριστώ όχι μόνο (ή τόσο) γιατί ξαναγεννήσατε μέσα μου άπαξ κάτι που νόμισα πως έσβησε δια παντός, μα γιατί μου επιστρέψατε ένα δώρο ζωής διαρκές. Γιατί θα με κρατάτε γεννημένο - δηλαδή ερωτευμένο - εις το διηνεκές, ως εκείνη τη στιγμή που δεν είναι πλέον καμία παράταση και για κανέναν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: