Το βλέμμα του θανάτου



Σα φτάσει η ώρα να με τιμήσει ο θάνατος, θα με κοιτάξει ακριβώς με τούτη τη ματιά. Δε θα 'χει το βλέμμα του αυστηρό ή τιμωρητικό, δε θα ζητήσει λόγο. Μήτε θα σταθεί μ' εκείνες τις αδειανές κόγχες των μαραμένων κρανίων να χάσκουν σκοτεινές κι ανέκφραστες απέναντί μου. Όχι! Το βλέμμα του θα είναι γυμνό και τίμιο ερώτημα. Θα 'χει δανειστεί κάτι απ' το κρυστάλλινο αυτό βλέμμα σου, μικρή μου Ιμάν, ή μπορεί πάλι - αν είμαι τυχερός - να 'σαι κι εσύ η ίδια που θα 'ρθείς να με γυρέψεις, να μ' οδηγήσεις απ' το χέρι. Στην όψη σου, πηχτή ανερμήνευτη ντροπή σαρκώνεται μέσα μου, σέρνεται ανεμπόδιστα, καταλυτικά. Λεηλατεί αδήριτα την ύλη που με κρατά ορθό, θρομβώνει ό,τι με κρατά ζωντανό, την ελπίδα, το χαμόγελο, την επιθυμία. Κι ίσως ετούτη τη ντροπή παλεύω να εξιλεώσω με την προσμονή να εναποθέσω τη ζωή μου στα χέρια σου, σαν έρθει η ώρα. Σαν αντιστάθμισμα, δηλαδή, μιας αδικίας που ξεπερνάει όχι μόνο εμένα μα κι οποιοδήποτε μέτρο των ανθρώπων. Μικρή μου Ιμάν, στους μόλις 18 σου μήνες ήρθες αντιμέτωπη με το πρόσωπο του κόσμου. Γνώρισες αυτό το πρόσωπο στην πλήρη του αιχμηρότητα και διαύγεια, όπως εγώ δε θα καταφέρω ποτέ μου να γνωρίσω, με τις εκατοντάδες στρογγυλεμένες λέξεις και τη φιδίσια μου περπατησιά.

Διαβάζουμε συχνά για τ' αδειανό, γυάλινο βλέμμα των νεκρών. Μα τούτο τ' άσπιλο κρύσταλλο που 'χεις στα μάτια, που στέκει τώρα ξέχειλο μπροστά μου, έτοιμο να εκραγεί από σκοτεινή εκφραστική πληρότητα, ακόμη και τώρα, με τόση καθυστέρηση, ζητά παραμυθία. Και ξεχειλίζει ακόμη από τ' αμέτρητα εκείνα θαύματα, τα οποία δεν πρόλαβαν να ειπωθούν ή ν' αντικρύσεις. Τι να προλάβεις, ψυχούλα μου άγουρη, στο μεσοδιάστημα μιας τόσο σύντομης διαδρομής ανάμεσα σ' αρχή και πέρας, ώστε δυσκολεύεται κανείς ακόμα και να τ' ονομάσει τούτο «ζωή»; Οι μετρημένες ανάσες των 18 μηνών σου, πώς είναι δυνατόν να ενταχθούν σ' οποιονδήποτε ορισμό μιας φευγαλέας ευτυχίας, πόσο μάλλον τώρα, πολιορκημένες από συνθήκες τόσο κτηνώδεις κι άθλιες όσο αυτές που σε γαλούχησαν; Πόσο θράσος να 'χει, λοιπόν, κανείς ώστε να μιλήσει για λογαριασμό σου Ιμάν; Κι εγώ ακόμη, φτηνός, μικρός, τι κάνω εδώ παρά να βλασφημώ, ξερνώντας αυτά που μόνον η δική μου καρδιά γυρεύει, αγνοώντας πώς να στριμώξω σε λέξεις την εκκωφαντική σιωπή σου; Και τα γλυκά χειλάκια σου, μικρή μου, τα μισάνοιχτα γλυκά χειλάκια σου, σταματημένα απότομα, βίαια, μοιάζουν παγωμένα ακριβώς εκεί, μετέωρα πάνω από μια τελευταία λέξη, ένα ψιθυριστό παράπονο. Στέκουν εκεί γεμάτα έκπληξη, απορία, απέναντι σ' ένα θάνατο για τον οποίο ποτέ κανείς δε σε προετοίμασε κι ούτε κανείς κατάφερε να σε προφυλάξει. Μικρούλικα χείλη παρατημένα από το χρώμα της ζωής, καταμεσίς παρατημένα στο συλλάβισμα μιας άδολης κραυγής.

Κι όμως, ο θεριεμένος λόγος της ύπαρξης, έχει κι αυτός μια δύναμη ανυπέρβλητη και συχνά ισοδύναμη εκείνης του θανάτου. Όταν τα χείλη στερούνται τη φωνή τους, στερούνται την έκφραση, όταν κι οι πράξεις τον αρνούνται, ο λόγος ωστόσο αδάμαστος, ακατάβλητος, βρίσκει διαρκώς τρόπους να δραπετεύσει. Η τελευταία κραυγή ενός πλάσματος που ξεψυχά είναι αδύνατο να φιμωθεί, όπως ακριβώς είναι αδύνατο να φιμωθεί μια τρικυμία, ένας βαθύς πόνος. Η τελευταία κραυγή δεν έχει ανάγκη τη γλώσσα, τα χείλη ή τον ήχο. Γίνεται κραυγή η ίδια η όψη του ανθρώπου, το σώμα του, το κύτταρο που τον συνθέτει. Η κραυγή του ανθρώπου περιγελά την επίπλαστη λέξη. Όπως το ζώο κι ο άνθρωπος, συμμετέχει σ' αυτήν μ' ολάκερη την υπόσταση, το είναι του. Οι γλωσσικές αρθρώσεις γίνονται αρθρώσεις χεριών και δαχτύλων, σπονδύλων και μηρών. Τα σημεία στίξης γίνονται συστροφές μυών και τανυσμοί νεύρων, ρίγη που συνταράσσουν το κορμί, σιωπές που παραλύουν. Το χρώμα του λόγου κυριαρχείται τώρα από το μέταλλο του αίματος ή την ώχρα της απώλειάς του, τον ίκτερο του ματιού ή τις μυριάδες κι ανείπωτες εκείνες αποχρώσεις απ' την παλέτα του θανάτου, τις οποίες μπορεί ν' αποκτήσει ένα σώμα ξεψυχώντας. Κανόνες της σύνταξης γίνονται, τώρα, οι βιολογικοί σπασμοί μιας ύλης που παλεύει ν' αναιρέσει τους τεμαχισμούς της και ν' αποκτήσει πάλι νόημα. Μα πολύ περισσότερο, λόγος γίνεται εκείνη η ανερμήνευτη εμπειρία και μαρτυρία ενός ανείπωτου όλου, μιας ασπαίρουσας όψης την οποία αντιλαμβάνεται κανείς μονάχα με τα σωθικά του. Μια δίνη παραλογισμών η οποία προκαλεί ναυτία και θρυμματίζει κάθε γραμματική τάξη και δυνατότητα λεκτικής εκτόνωσης. Είναι ένα αίσθημα αδύνατον να καταγραφεί ή να περιγραφεί με άλλον τρόπο, παρά μόνον από την αμεσότητα των αισθήσεων του όντος απέναντι στο ον. Εξ ου κι ο νους καταρρέει ανυπεράσπιστος σε κονιορτό και λάσπη, απέναντι σ' αυτην τη νέα επίθεση του κόσμου. Δεν έχει τάξη να καταφύγει κανείς απ' το παράλογο ετούτης της αντίφασης που συνιστά ένα νεκρό παιδί, του οποίου μάλιστα ο νεκρικός λόγος είναι δυσανάλογα πλουσιότερος κι εκφραστικός σε σχέση με το λόγο εκείνο που πρόλαβε ποτέ ν' αρθρώσει ατό του.

Μικρή μου Ιμάν, μικρό γλυκό μου πλάσμα, σε κοιτώ στα μάτια κι όσο κοιτώ τα δικά μου κυλούνε ακατάσχετα κι όλα θολώνουν μπρος μου, η μορφή σου κι ο κόσμος ανακατώνονται. Δεν υπάρχει σωτηρία από τούτη τη φυλακή απελπισίας άλλη, απ' την απόλυτη κατάθλιψη ή την απόλυτη οργή. Όχι όμως εκείνη που πνίγεται σαν αναφιλητό, μα την οργή που γίνεται γροθιά κι αποκαθιστά τον κόσμο ένα βήμα ή μια ζωή πίσω. Μα για σένα δεν είναι πια επιστροφή, μικρή μου Ιμάν. Μικρό γλυκό παιδί μου, άγγελε μες στους μυριάδες π' απόμειναν άστεγοι από μοίρα κι ουρανό, μόνον αυτό μπορώ 'δω χάμου να ψελλίσω: συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη, γιατί σταθήκαμε τόσο ανεπαρκείς, τόσο μικροί στη δύναμη, τόσο μικρότεροι από σένα!

[ Πηγές: Synoraanoixta / Anadolu / Gettyimages ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: